Οι χώρες της υφηλίου που είναι συνδεδεμένες με το περιβάλλον -Ποιοι λαοί ζουν πιο κοντά στη φύση

Η παγκόσμια έρευνα αποκαλύπτει: Ποιες χώρες είναι πιο κοντά στη φύση;

Περιβάλλον
Δημοσιεύθηκε  · 4 λεπτά ανάγνωση

Μια νέα παγκόσμια μελέτη αποκαλύπτει πως η σχέση των ανθρώπων με το περιβάλλον είναι ένα σύνθετο φαινόμενο, επηρεασμένο από πολιτισμικούς, οικονομικούς και ψυχολογικούς παράγοντες. Η μελέτη, η πρώτη του είδους της, αποτυπώνει μια πλήρη εικόνα της σύνδεσης των κοινωνιών με τη φύση σε παγκόσμιο επίπεδο.

Σύμφωνα με τα ευρήματα, η Βρετανία, πατρίδα του Ρομαντισμού, βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της κατάταξης, καταλαμβάνοντας την 55η θέση ανάμεσα σε 61 χώρες. Στον αντίποδα, το Νεπάλ, μια μικρή βουνίσια χώρα στην Ασία, αναδεικνύεται ως η πιο «φυσικά συνδεδεμένη» χώρα, όπου η καθημερινή ζωή, η πίστη και η πνευματικότητα συνυφαίνονται με το φυσικό περιβάλλον.

Η «σύνδεση με τη φύση» δεν είναι απλώς η συχνότητα των επισκέψεων σε πάρκα ή η δημοσίευση φωτογραφιών ηλιοβασιλεμάτων. Είναι μια ψυχολογική μέτρηση που αξιολογεί το πόσο κοντά νιώθει κάποιος με τα έμβια όντα και την αίσθηση ενότητας με τη φύση. Έρευνες δείχνουν ότι οι άνθρωποι με υψηλή «σύνδεση με τη φύση» τείνουν να έχουν καλύτερη ψυχική υγεία και είναι πιο περιβαλλοντικά υπεύθυνοι. Η ανισότητα, η υπερκατανάλωση και η διάλυση αυτής της σύνδεσης θεωρούνται οι τρεις βασικές αιτίες της κατάρρευσης της βιοποικιλότητας.

Στη μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Ambio, ερευνητές από τη Βρετανία και την Αυστρία, με επικεφαλής τον καθηγητή Miles Richardson του Πανεπιστημίου του Derby, ανέλυσαν δεδομένα από 57.000 συμμετέχοντες σε 61 χώρες. Το σημαντικότερο εύρημα ήταν ότι όσο πιο «πνευματική» είναι μια κοινωνία, τόσο πιο κοντά στη φύση αισθάνονται οι πολίτες της. Η θρησκευτικότητα, η πίστη και η μυσταγωγία δεν απομακρύνουν από τη φύση, αλλά συχνά καλλιεργούν την αντίληψη ότι η φύση είναι «μεγάλη», «ιερή» και μας περιβάλλει.

Αυτό εξηγεί γιατί χώρες όπως το Νεπάλ, το Ιράν, η Νότια Αφρική, το Μπανγκλαντές και η Νιγηρία βρίσκονται στην κορυφή της κατάταξης, παρά την έλλειψη «πράσινων» υποδομών και οικολογικής προπαγάνδας της Ευρώπης. «Έχουμε μετατραπεί σε μια υπερ-λογική, οικονομικά προσανατολισμένη κοινωνία», λέει ο καθηγητής Richardson για τη Βρετανία, «όπου σχεδόν κάθε τι μετριέται με βάση την απόδοση και το χρήμα». Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια κοινωνία που, αν και μπορεί να έχει χιλιάδες μέλη σε περιβαλλοντικές οργανώσεις, στερείται συναισθηματικού δεσμού με τη φύση.

Η έρευνα διαπιστώνει ότι σε κοινωνίες με υψηλά επίπεδα αστικοποίησης, υψηλό μέσο εισόδημα, εκτενή χρήση του διαδικτύου και έντονη προώθηση της επιχειρηματικότητας, η σχέση με τη φύση διακόπτεται. Εκεί όπου υπάρχουν πολιτική σταθερότητα, γρήγορες μεταφορές, ευκολίες, εξειδίκευση και σύγχρονος οικονομικός βηματισμός, η φύση θεωρείται «πόρος», εργαλείο και πεδίο ανάπτυξης.

Χώρες όπως η Ολλανδία, ο Καναδάς, η Γερμανία, το Ισραήλ, η Ιαπωνία και η Ισπανία βρίσκονται επίσης χαμηλά στην κατάταξη. Η Ισπανία, παρά τα τοπία, τις ακτές και την ιστορία της, βρίσκεται στην τελευταία θέση, πιθανώς λόγω της επικέντρωσής της στον εκσυγχρονισμό και την παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Αντίθετα, χώρες όπως η Κροατία, η Βουλγαρία και, σε κάποιον βαθμό, η Γαλλία διατηρούν ισχυρότερη σχέση με τη φύση, λόγω του αγροτικού τρόπου ζωής, της εθνικής παράδοσης και της αίσθησης τοπικότητας.

Η επιστροφή στη φύση είναι μια ανάγκη επιβίωσης. Όσο η βιοποικιλότητα καταρρέει και τα οικοσυστήματα γίνονται εύθραυστα, η απώλεια της σύνδεσης με τη φύση μας καθιστά αδιάφορους προς το μέλλον μας. Δεν αρκεί να χτίζουμε πάρκα, αλλά χρειάζεται να χτίζουμε «ιερότητα», μετατρέποντας τα αστικά φυσικά τοπία σε στοιχεία ταυτότητας και μνήμης. Αυτό ξεκινά από την παιδική ηλικία, με δραστηριότητες όπως τα forest schools και τα wild churches, που ενώνουν οικογένειες και παιδιά με την άγρια φύση.

Ο Richardson προτείνει μια πολιτισμική στροφή, εντάσσοντας τη φύση στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, όχι μόνο στα πάρκα, αλλά και στα νοσοκομεία, στους εργασιακούς χώρους, στα σχολεία και στις επιχειρήσεις. Να γίνει η φύση «συμβατική ανάγκη» αντί για «χόμπι του Σαββατοκύριακου». Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την ανάπτυξη πρακτικών «πράσινης ιατρικής» και την αναγνώριση της φύσης ως νομικής οντότητας, καθώς και με τον υπολογισμό της βιοποικιλότητας στις επενδύσεις των επιχειρήσεων.