Πέθανε ο Ντικ Τσέινι

Πέθανε ο Ντικ Τσέινι: Ο «αρχιτέκτονας» του πολέμου κατά της τρομοκρατίας

Κόσμος
Δημοσιεύθηκε  · 3 λεπτά ανάγνωση

Σε ηλικία 84 ετών άφησε την τελευταία του πνοή ο Ντικ Τσέινι, ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ που διετέλεσε στο πλευρό του Ρεπουμπλικάνου προέδρου Τζορτζ Μπους του νεώτερου από το 2001 έως το 2009. Σύμφωνα με ανακοίνωση της οικογένειάς του, ο θάνατός του σηματοδοτεί το τέλος μιας μακράς και πολυσχιδούς καριέρας. Ο Τσέινι υπήρξε μια από τις ισχυρότερες και πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες στην αμερικανική πολιτική σκηνή για δεκαετίες.

Παρά την προσήλωσή του στις συντηρητικές αξίες, ο Τσέινι απομακρύνθηκε από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω της έντονης κριτικής που άσκησε στον Ντόναλντ Τραμπ, τον οποίο χαρακτήρισε «δειλό» και τη μεγαλύτερη απειλή για την αμερικανική δημοκρατία. Η αντίθεσή του στον Τραμπ ήταν τέτοια που υποστήριξε την Καμάλα Χάρις στις εκλογές.

Ο Ντικ Τσέινι αντιμετώπιζε καρδιαγγειακά προβλήματα σε όλη τη διάρκεια της ενήλικης ζωής του, έχοντας υποστεί πολλαπλές καρδιακές προσβολές. Παρόλα αυτά, έζησε μια γεμάτη ζωή και μετά τη μεταμόσχευση καρδιάς, την οποία είχε χαρακτηρίσει ως «το ίδιο το δώρο της ζωής» σε συνέντευξή του το 2014.

Πριν αναλάβει την αντιπροεδρία το 2001, είχε διατελέσει υπουργός Άμυνας στον Πόλεμο του Κόλπου, βουλευτής του Γουαϊόμινγκ και επιτελάρχης του προέδρου Τζέραλντ Φορντ. Η επιρροή του στην αμερικανική εξωτερική πολιτική ήταν ιδιαίτερα αισθητή κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Ιράκ. Για να στηρίξει την εισβολή, ο Τσέινι προέβαλε με έμφαση στοιχεία από μυστικές πληροφορίες. Τον Αύγουστο του 2002, σε ομιλία του προς τους Βετεράνους Πολέμου, διακήρυξε ότι «δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως ο Σαντάμ Χουσεΐν διαθέτει πλέον όπλα μαζικής καταστροφής» και ότι «τα συγκεντρώνει για να τα χρησιμοποιήσει», τοποθετώντας το Κάσους Μπέλι στην καρδιά της προεδρικής ρητορικής πριν από την εισβολή.

Λίγες ημέρες πριν από την έναρξη των επιχειρήσεων, στις 16 Μαρτίου 2003, δήλωσε στο Meet the Press ότι οι αμερικανικές δυνάμεις «θα γίνουν δεκτές ως απελευθερωτές» και απέρριψε την ανάγκη για «μερικές εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες» για τη σταθεροποίηση μετά την πτώση του καθεστώτος—εκτιμήσεις που αποδείχθηκαν υπεραισιόδοξες.

Ωστόσο, αποκαλύφθηκε ότι το Ιράκ δεν διέθετε χημικά ή βιολογικά όπλα. Η δικομματική Επιτροπή Πληροφοριών της Γερουσίας (2004) κατέγραψε πολλαπλές αστοχίες συλλογής και ανάλυσης πληροφοριών που οδήγησαν σε εσφαλμένα προπολεμικά συμπεράσματα.

Παράλληλα, η ανεξάρτητη «Επιτροπή Ρομπ–Σίλμπερμαν» (2005) αναγνώρισε ότι βασικοί ισχυρισμοί των ΗΠΑ για το πρόγραμμα όπλων του Ιράκ—πυρηνικό επανεξοπλισμό, βιολογικά εργαστήρια, αποθέματα χημικών—δεν επιβεβαιώθηκαν μετά τον πόλεμο, υπογραμμίζοντας το χάσμα ανάμεσα στις εκτιμήσεις και την πραγματικότητα.

Ως προς τους δεσμούς Ιράκ–αλ Κάιντα, ο Τσέινι διατύπωσε δημοσίως βεβαιότητες για «συντριπτικά στοιχεία» σύνδεσης, παρά τις αντιρρήσεις πολλών αναλυτών· επιπλέον, δημοσιογραφικές και αρχειακές έρευνες έχουν περιγράψει την έντονη πίεση της κυβέρνησης προς την κοινότητα πληροφοριών για υλικό που θα ενίσχυε την υπόθεση υπέρ της εισβολής.

Καθώς ο πόλεμος στο Ιράκ συνεχιζόταν και το κόστος ανέβαινε, ο Τσέινι παραδέχθηκε το 2007 ότι είχε σφάλλει όταν το 2005 υποστήριζε πως η ανταρσία βρισκόταν στα «τελευταία της ξεσπάσματα»—μια σπάνια αναδίπλωση που φώτισε πόσο υποτιμημένη ήταν η φάση κατοχής και σταθεροποίησης.

Συνολικά, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Μπράουν στις ΗΠΑ, οι άμεσοι θάνατοι αμάχων και μαχητών στις δύο εμπόλεμες ζώνες, στο Ιράκ (από την εισβολή των ΗΠΑ το 2003) και στη Συρία (από την έναρξη της Επιχείρησης Inherent Resolve το 2014) ανέρχονται συνολικά σε περίπου 550.000-580.000 άτομα.