Η «διαφορετική» συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στη Νέα Υόρκη

Μητσοτάκης-Ερντογάν: Σκληρή ατζέντα στη Νέα Υόρκη – Τα F-35 και ο Τραμπ

Κόσμος
Δημοσιεύθηκε  · 4 λεπτά ανάγνωση

Στις 23 Σεπτεμβρίου, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα συναντηθεί με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε μία συνάντηση που, σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, θα είναι «διαφορετική από τις άλλες».

Σύμφωνα με πληροφορίες του in, η ατζέντα θα επιχειρηθεί να ξεφύγει από την απλή επιβεβαίωση του καλού κλίματος, με στόχο να τεθούν στο τραπέζι σημαντικά ζητήματα. Η Αθήνα εμφανίζεται έτοιμη να συζητήσει και δύσκολα θέματα, όπως το καλώδιο ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου, το τουρκολιβυκό μνημόνιο, το θέμα της Λιβύης γενικότερα, τα εξοπλιστικά (με έμφαση στην πρόθεση της Τουρκίας να συμμετάσχει στο SAFE και τους όρους που θέτει η Αθήνα), αλλά και περιφερειακά θέματα όπως ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή, που επηρεάζει άμεσα και την Ελλάδα. Επίσης, θα συζητηθεί η υλοποίηση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας, όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές.

Στη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στη Νέα Υόρκη θα παρευρεθούν οι Υπουργοί Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης και Χακάν Φιντάν, καθώς και οι διευθυντές των διπλωματικών γραφείων των δύο ηγετών, Ιωάννης – Μιλτιάδης Νικολαΐδης και Ακίφ Τσαγατάι Κιλίτς.

Την ίδια στιγμή, οι σχέσεις Αθήνας – Άγκυρας μπαίνουν στον «αστερισμό» του Ντόναλντ Τραμπ, με τον αμερικανό πρόεδρο να αλλάζει τα δεδομένα και την Τουρκία να αναδεικνύεται σε ισχυρό παίκτη στα περιφερειακά διπλωματικά τραπέζια.

Ο Τραμπ ανακοίνωσε μέσω του δικού του μέσου κοινωνικής δικτύωσης ότι θα δεχθεί τον Ερντογάν στις 25 Σεπτεμβρίου στο Λευκό Οίκο για να συζητήσουν εμπορικές και στρατιωτικές συμφωνίες, «συμπεριλαμβανομένης της μεγάλης κλίμακας αγοράς αεροσκαφών Boeing, μιας σημαντικής συμφωνίας για τα F-16 και της συνέχισης των συνομιλιών για τα F-35, τις οποίες αναμένουμε να ολοκληρώσουμε με θετικό αποτέλεσμα. Ο Πρόεδρος Ερντογάν και εγώ έχουμε πάντα πολύ καλές σχέσεις. Ανυπομονώ να τον δω στις 25 του μήνα!».

Αρμόδιες πηγές προσπάθησαν να «κατευνάσουν» το θέμα, τονίζοντας ότι τέτοιες συναντήσεις δεν πρέπει να προκαλούν έκπληξη. Όσον αφορά τα F-35, υποστήριξαν ότι η αναφορά του Αμερικανού προέδρου «περιορίζεται στη συνέχιση των σχετικών συνομιλιών, οι οποίες λαμβάνουν χώρα από τότε που η Τουρκία αποβλήθηκε από το πρόγραμμα των F-35».

Η Αθήνα υπενθυμίζει ότι υπάρχουν δύο προβλέψεις στην αμερικανική νομοθεσία που απαγορεύουν την πώληση αμερικάνικου αμυντικού υλικού στην Τουρκία: (α) η απαγόρευση πώλησης F-35, για όσο η Τουρκία συνεχίζει να κατέχει τους S-400 και (β) οι κυρώσεις CAATSA στην τουρκική αμυντική βιομηχανία λόγω επίσης της κατοχής των S-400.

Επισημαίνεται πως η άρση των κυρώσεων θα μπορούσε να αποφασιστεί με εκτελεστικό διάταγμα, αλλά η επιστροφή στο πρόγραμμα των F-35, που απαγορεύεται με νόμο (όσο η Τουρκία κατέχει τους S-400), απαιτεί τη σύμπραξη του Κογκρέσου για την τροποποίηση του νόμου.

Οι ίδιες πηγές σημείωναν πως οι συνομιλητές της ελληνικής κυβέρνησης στην Ουάσιγκτον υποστηρίζουν ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν είναι πιθανό, αφού «σε όλες τις τακτικές τεχνικές συνομιλίες, η τουρκική πλευρά δεν φαίνεται έτοιμη να απομακρύνει τους S-400 από το έδαφός της».

Παρά τις δηλώσεις, η ελληνική κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει τα δικά της προβλήματα όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με το τουρκικό ωκεανογραφικό Πίρι Ρέις να έχει το δικό του ρόλο.

Η διαρροή της άσκησης ετοιμότητας που διέταξε ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ, την Τετάρτη, ως απάντηση στην navtex για την έξοδο του «Πίρι Ρέις» και η προσπάθεια που έγινε στη συνέχεια από τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας, Νίκο Δένδια, αλλά και τον πρωθυπουργό να τα μαζέψουν, υποστηρίζοντας πως καμία σχέση δεν είχαν τα δύο περιστατικά, έδειξε την ασυνεννοησία της Αθήνας, αλλά και την αδυναμία της να αντιδρά σε κάθε τουρκική εξαγγελία, που για κάποιους είναι υπερβολική.

Το Πίρι Ρέις (πρώην Σισμίκ) φέρει πάνω του την ιστορία της ελληνοτουρκικής κρίσης του 1987 και, όπως αποδείχθηκε, είναι ακόμα ικανό, ακόμα και «ανίκανο» να τρομάξει την Ελλάδα, να εξυπηρετεί τις επικοινωνιακές ανάγκες της Τουρκίας.

Αρμόδιες πηγές σχολίασαν πως στο νέο τοπίο της διπλωματίας, οι κινήσεις της Αθήνας τόσο σε διπλωματικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικές και μελετημένες.