
Γαλλία σε κρίση: Κυβέρνηση σε κατάρρευση, εκλογές ή παραίτηση Μακρόν;
Η κυβέρνηση του Γάλλου πρωθυπουργού Φρανσουά Μπαϊρού κρέμεται από μια κλωστή, με πιθανές συνέπειες που κυμαίνονται από την αντικατάστασή του με ένα συναινετικό πρόσωπο έως πρόωρες βουλευτικές εκλογές ή ακόμα και την παραίτηση του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν. Όλα αυτά εξαρτώνται από την αυριανή ψήφο εμπιστοσύνης, μια κίνηση που ο ίδιος ο Μπαϊρού ζήτησε και η οποία έχει χαρακτηριστεί ως πολιτική αυτοκτονία.
Εάν η κυβέρνηση καταρρεύσει, θα είναι ο τέταρτος πρωθυπουργός που αλλάζει από το 2022, μετά τους Ελιζαμπέτ Μπορν, Γκαμπριέλ Ατάλ και Μισέλ Μπαρνιέ – ένας αριθμός-ρεκόρ για την Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία, υπογραμμίζοντας τις δυσκολίες της δεύτερης θητείας του Μακρόν.
Μέχρι στιγμής, ο πρόεδρος έχει απορρίψει τα σενάρια πρόωρων εκλογών και παραίτησης, τα οποία κυκλοφορούν στον γαλλικό Τύπο ως πιθανές λύσεις. Παρά την πίεση ακόμη και από τους δικούς του πολιτικούς συμμάχους για προσφυγή στις κάλπες, ο Μακρόν επιμένει ότι οι πολιτικές δυνάμεις πρέπει να βρουν έναν τρόπο συνεννόησης, καθώς οι δημοσκοπήσεις δεν δείχνουν σημαντικές αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό, πέρα από μια μικρή ενίσχυση της Ακροδεξιάς της Μαρίν Λεπέν και του Ζορντάν Μπαρντελά, καθώς και της Αριστεράς του Ζαν Λικ Μελανσόν (LFI).
Η Μαρίν Λεπέν διακηρύσσει ότι η Εθνική Συσπείρωση (RN) επιθυμεί εκλογές, αλλά για την ίδια το κόστος θα ήταν μεγάλο, καθώς δεν θα μπορούσε να εκλεγεί βουλευτής λόγω της ποινής στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων μετά την καταδίκη της για υπεξαίρεση κοινοτικών κονδυλίων. Γάλλοι δημοσιογράφοι αποδίδουν την απειλή νέων εκλογών σε μια προσπάθεια του προέδρου να πιέσει τους σοσιαλιστές και τους συντηρητικούς Les Républicains, οι οποίοι θα ήθελαν να αποφύγουν μια τέτοια εξέλιξη.
Οι σοσιαλιστές θα προτιμούσαν έναν κεντροαριστερό πρωθυπουργό ως διάδοχο του Μπαϊρού, ο οποίος θα μπορούσε να συνεργαστεί με άλλες δυνάμεις για να περάσει έναν διαφορετικό προϋπολογισμό. Ο ηγέτης του κόμματος, Ολιβιέ Φορ, έχει εκφράσει την επιθυμία να αναλάβει το πόστο και να δημιουργήσει ένα προοδευτικό κυβερνητικό σχήμα.
Παρόλο που το σενάριο παραίτησης Μακρόν παραμένει απίθανο λόγω της υποστήριξης του προεδρικού αξιώματος από την κοινή γνώμη, υπάρχει διάχυτη αμφισβήτηση στις πολιτικές ελίτ της χώρας, σύμφωνα με τη Le Monde. Μια συνεργασία με τους σοσιαλιστές δεν θα ήταν εύκολη για τον Μακρόν, καθώς οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν προειδοποιήσει ότι θα αποχωρήσουν από την κυβέρνηση αν η Κεντροαριστερά αναλάβει την εξουσία. Επιπλέον, πολλές προτεραιότητες των σοσιαλιστών αντιτίθενται στην ατζέντα του Μακρόν, όπως η επαναφορά της ηλικίας συνταξιοδότησης στα 62 και η φορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων.
Ο υπουργός Οικονομικών Ερίκ Λομπάρ, ο οποίος είχε διατελέσει σύμβουλος σοσιαλιστικής κυβέρνησης, δήλωσε ότι το πακέτο των 22 δισ. ευρώ που προτείνουν οι σοσιαλιστές περιορίζει υπερβολικά τις απαιτούμενες περικοπές, αλλά επέμεινε ότι θα χρειαστεί συνεργασία μαζί τους αν η κυβέρνηση Μπαϊρού καταρρεύσει.
Αφορμή για την απόφαση του Μπαϊρού να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης ήταν οι προγραμματισμένες κινητοποιήσεις κατά των μέτρων που ανακοίνωσε, τα οποία προβλέπουν περικοπές ύψους 43,9 δισ. ευρώ για το 2026, κυρίως μέσω μείωσης στις προσλήψεις στο δημόσιο, «παγώματος» της αναπροσαρμογής των συντάξεων με βάση τον πληθωρισμό και κατάργησης δύο αργιών.
Παρόλο που η γαλλική οικονομία παρομοιάζεται συχνά με την ελληνική πριν από την κρίση λόγω του υψηλού χρέους, η κατάστασή της δεν είναι τόσο δραματική. Η σημαντικότερη πρόκληση είναι ο περιορισμός των δαπανών, καθώς το έλλειμμα έφτασε πέρυσι στο 5,8%, γεγονός που ανησυχεί τους επενδυτές για την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας. Στόχος του Μπαϊρού είναι να μειώσει τον κρατικό δανεισμό ώστε να μειωθεί το χρέος στο 117,2% έως το 2029, έναντι 125,3% σε περίπτωση που δεν υπάρξουν αλλαγές. Αυτές οι προτάσεις έρχονται να προστεθούν στην αντιδημοφιλή ασφαλιστική μεταρρύθμιση του Μακρόν το 2023, η οποία αύξησε το όριο συνταξιοδότησης.
Τις τελευταίες εβδομάδες, έχουν αυξηθεί οι συζητήσεις για προσφυγή στο ΔΝΤ, κάτι που διαψεύδει η Κριστίν Λαγκάρντ. Προς το παρόν, η Γαλλία δανείζεται απρόσκοπτα από τις αγορές και, ακόμη κι αν αυτό αλλάξει, η πρώτη επιλογή θα ήταν ο ESM.
Στο Βερολίνο, παρακολουθούν τις εξελίξεις με φόβο, καθώς το γερμανικό χρέος αναμένεται να αυξηθεί λόγω των αυξημένων αμυντικών δαπανών, ενώ η άνοδος της Ακροδεξιάς δημιουργεί ανησυχητικούς συνειρμούς. Ο καθηγητής Χένρικ Μίλερ προειδοποίησε ότι, αν η κυβέρνηση αποτύχει να αλλάξει πορεία στα δημοσιονομικά και χάσει την πλειοψηφία στις επόμενες εκλογές, θα αντιμετωπίσουν παρόμοια προβλήματα με τη Γαλλία.
Ένας λογαριασμός στο Instagram με το όνομα «Le grand réveil 2025» κάλεσε «τον λαό» να «παραλύσει τη χώρα» στις 10 Σεπτεμβρίου, αλλά η επιλογή μιας εργάσιμης ημέρας προβληματίζει όσους θέλουν να διαμαρτυρηθούν.
Η Le Monde σημειώνει ότι οι διαδηλώσεις των «Κίτρινων Γιλέκων» γίνονταν Σάββατο. Ο Μπατίστ Ζιρό, αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, επισημαίνει ότι «οι απεργίες έχουν μειωθεί και είναι λιγότερο μαζικές τα τελευταία χρόνια», και προειδοποιεί ότι η απουσία απεργιών «δεν σημαίνει ότι η κοινή γνώμη στηρίζει τις κυβερνητικές πολιτικές».
Γνωρίζοντας ότι είναι δύσκολο να διοχετευτεί η κοινωνική οργή σε σαφή αιτήματα και διαρκή κινητοποίηση, τα συνδικάτα κρατούν αποστάσεις από τη 10η Σεπτεμβρίου. Η CFDT αποφάσισε να μη συμμετάσχει, ενώ η CGT εξέφρασε στήριξη στην πρωτοβουλία, ελπίζοντας ότι θα αποτελέσει ένα επιτυχημένο πρώτο βήμα. Η CGT κάλεσε τις οργανώσεις της να «συζητήσουν με τους εργαζομένους και να οργανώσουν απεργίες στους χώρους δουλειάς όπου είναι δυνατόν».
Ο Βαλεντέν, εργάτης σε αυτοκινητοβιομηχανία, δήλωσε στη Le Monde: «Τα συνδικάτα έχασαν την ευκαιρία με τα “Κίτρινα Γιλέκα”. Ελπίζω αυτήν τη φορά να γίνει κάτι, γιατί το 2018 η οικονομία δεν παρέλυσε πραγματικά από τις απεργίες». Το κίνημα της 10ης Σεπτεμβρίου προκάλεσε ενδιαφέρον στους συναδέλφους του, κάτι που δεν είχε δει εδώ και χρόνια. «Τα Κίτρινα Γιλέκα σιώπησαν για μεγάλο διάστημα, αλλά όταν μίλησαν πέτυχαν περισσότερα απ’ όσα φαντάζονταν. Από τότε δεν έγινε τίποτα. Ο κόσμος περιμένει τη σωστή στιγμή. Iσως να είναι αυτή…»