Στον «αέρα» ο σχεδιασμός αύξησης των αμυντικών δαπανών της Γαλλίας

Γαλλία: Πολιτική κρίση βάζει "πάγο" στις αμυντικές δαπάνες;

Κόσμος
Δημοσιεύθηκε  · 4 λεπτά ανάγνωση

Η Γαλλία, ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας στρατιωτικών εξοπλισμών παγκοσμίως, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα πραγματικότητα. Ο πολιτικός κατακερματισμός θέτει σε αμφιβολία την αύξηση των αμυντικών δαπανών, υπονομεύοντας ακόμη και τη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης.

Οι έρευνες δείχνουν αυξημένη δημόσια υποστήριξη για τις αμυντικές δαπάνες, αλλά υπάρχουν σοβαρές διαφωνίες για τις πηγές χρηματοδότησης, οδηγώντας σε κοινοβουλευτική κρίση. Ο πρόεδρος Μακρόν αντιτίθεται στην αύξηση της φορολογίας και αναζητά περικοπές δαπανών.

Αυτό έχει προκαλέσει ένταση στο πολιτικό σύστημα. Αριστερά και δεξιά κόμματα αμφισβητούν την ανακατανομή των πόρων από την υγεία, την εκπαίδευση και την κοινωνική ασφάλιση στην άμυνα. Εάν δεν υπάρξει άρση του πολιτικού αδιεξόδου, ο προγραμματισμός για αύξηση των αμυντικών δαπανών μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο.

Η δέσμευση της Γαλλίας για επενδύσεις στην άμυνα εξαρτάται από τη σταθεροποίηση του πολιτικού περιβάλλοντος για την έγκριση του προϋπολογισμού, ο οποίος θα πρέπει να θέσει την άμυνα ως εξαίρεση στον κανόνα της λιτότητας. Η αξιοπιστία της δημοσιονομικής εξυγίανσης είναι σημαντική, καθώς θα πρέπει να πείσει τις αγορές ότι η γαλλική οικονομία μπορεί να μειώσει το έλλειμμα, να αποκλιμακώσει το χρέος και να εφαρμόσει βιώσιμες μεταρρυθμίσεις.

Η πολιτική κρίση αναδεικνύει τους οικονομικούς περιορισμούς που υπονομεύουν τα εξοπλιστικά προγράμματα. Οι αποφάσεις σε επίπεδο Ε.Ε., όπως ο κοινός δανεισμός για τη χρηματοδότηση της άμυνας ή η δημοσιονομική ευελιξία, θα παίξουν καθοριστικό ρόλο. Διαφορετικά, δεν αποκλείονται καθυστερήσεις στις αμυντικές επενδύσεις και εμπόδια στις στρατιωτικές προμήθειες, αποδυναμώνοντας τη συμβολή της Γαλλίας στην ευρωπαϊκή άμυνα.

Ο Μακρόν είχε δεσμευτεί για αύξηση των αμυντικών δαπανών στα 64 δισ. ευρώ το 2027, χωρίς να διευκρινίσει τις πηγές χρηματοδότησης, λέγοντας ότι θα προκύψουν από την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας και της παραγωγής. Αυτό διπλασιάζει τον αμυντικό προϋπολογισμό σε σύγκριση με το 2017, τρία χρόνια νωρίτερα από τον αρχικό σχεδιασμό (2030). Ακολούθησαν ανακοινώσεις για περικοπές δαπανών άνω των 40 δισ. ευρώ.

Πριν από την κρίση, η κυβέρνηση σχεδίαζε να υποβάλει αμυντική νομοθεσία για ενίσχυση των αποθεμάτων σε drones, πυρομαχικά, μέσα αεράμυνας και εργαλεία ηλεκτρονικού πολέμου. Σύμφωνα με τη συμφωνία των ευρωπαϊκών μελών του ΝΑΤΟ με τον Ντόναλντ Τραμπ, το Παρίσι έχει δεσμευθεί να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες από περίπου 2% του ΑΕΠ σε τουλάχιστον 3,5% τα επόμενα χρόνια, που αντιστοιχεί σε περίπου 100 δισ. ευρώ ετησίως.

Ωστόσο, το γαλλικό χρέος υπερβαίνει το 110% του ΑΕΠ, ενώ το έλλειμμα προσεγγίζει το 6% του ΑΕΠ, σχεδόν διπλάσιο από το όριο του 3% στη Ζώνη του Ευρώ. Οίκοι αξιολόγησης προειδοποιούν ότι για την επίτευξη των στόχων απαιτούνται είτε επώδυνα δημοσιονομικά μέτρα είτε κατανομή των βαρών σε επίπεδο Ε.Ε., αλλιώς το δημόσιο χρέος θα ξεπεράσει το 120% του ΑΕΠ.

Αναλυτές αμφιβάλλουν για τις μεγάλες στρατιωτικές επενδύσεις, όπως φαίνεται και από τις πιέσεις στις μετοχές των ευρωπαϊκών αμυντικών βιομηχανιών.

Η κυβέρνηση Μπαϊρού αντιμετωπίζει τον κίνδυνο κατάρρευσης ενόψει της κοινοβουλευτικής διαδικασίας για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης τον Σεπτέμβριο. Το σενάριο πρόωρων εκλογών θα "πάγωνε" τις διαδικασίες για τον προϋπολογισμό και τις ενισχύσεις των αμυντικών δαπανών, πλήττοντας εταιρείες όπως η Thales, η Dassault Aviation και η Safran.

Οικονομικοί οίκοι εκφράζουν αμφιβολίες για τη δέσμευση της Γαλλίας να δαπανήσει περισσότερα στην άμυνα, γεγονός που αποτυπώνεται και στις πιέσεις που δέχονται οι μετοχές των αμυντικών βιομηχανιών της Ευρώπης, λόγω της κρίσης στη Γαλλία και του σεναρίου για κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία.

Σε αυτή τη φάση, ενισχύονται οι εκτιμήσεις ότι η Ευρώπη είτε θα έχει μειωμένο κίνητρο λόγω άρσης του επείγοντος, είτε δεν θα καταφέρει να υλοποιήσει άμεσα τις αμυντικές δαπάνες για τις οποίες έχει δεσμευθεί, τις οποίες ορισμένοι αναλυτές θεωρούν μη ρεαλιστικές με βάση την πολιτική και οικονομική πραγματικότητα.