
Φορολογικές ελαφρύνσεις και αυξήσεις μισθών: Όσα αλλάζουν το 2026!
Η κυβέρνηση σχεδιάζει αυξήσεις εισοδημάτων και μειώσεις φόρων για το 2026, ωφελώντας σχεδόν το σύνολο της κοινωνίας. Οι πρώτοι που θα δουν αυξήσεις από τον επόμενο μήνα είναι οι ένστολοι.
Από το νέο έτος θα ακολουθήσουν οι συνταξιούχοι, ενώ οι εργαζόμενοι σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα θα δουν αυξήσεις από τον Απρίλιο του 2026, ως αποτέλεσμα της αύξησης του κατώτατου μισθού.
Ο κατώτατος μισθός αναμένεται να αυξηθεί από τα 880 ευρώ στα 920 ευρώ, δηλαδή κατά 40 ευρώ τον μήνα.
Ο καθαρός μισθός θα αυξηθεί από τα 743 ευρώ στα 779 ευρώ, λόγω της μικρότερης παρακράτησης φόρου. Αυτό σημαίνει επιπλέον 36 ευρώ καθαρά.
Ωστόσο, υπάρχει μια διαφορά: Για εργαζόμενους κάτω των 25 ετών, τα μεικτά θα αυξηθούν κατά 40 ευρώ και τα καθαρά κατά 54 ευρώ, καθώς δεν θα υπάρχει παρακράτηση φόρου. Έτσι, ένας νέος κάτω των 25 ετών θα έχει μεγαλύτερο καθαρό μισθό από έναν 35άρη, φτάνοντας τα 797 ευρώ.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα συνεπάγεται αντίστοιχες οριζόντιες αυξήσεις και στο δημόσιο.
Ένας δημόσιος υπάλληλος με δύο παιδιά, που σήμερα εισπράττει 1.500 ευρώ μεικτά ή 1.178 ευρώ καθαρά, θα δει τα μεικτά του να αυξάνονται κατά 40 ευρώ και τα καθαρά του κατά 70 ευρώ, λόγω της ευνοϊκότερης φορολογικής κλίμακας.
Για έναν τρίτεκνο, από τους πιο ευνοημένους της μεταρρύθμισης, σε μισθό 1.700 ευρώ μεικτά, μια ονομαστική αύξηση 70 ευρώ θα οδηγήσει σε αύξηση των καθαρών κατά 155 ευρώ τον μήνα, με συνολικό ετήσιο όφελος που ισοδυναμεί με πάνω από έναν καθαρό μισθό.
Μετά τη μείωση των φορολογικών συντελεστών κατά δύο μονάδες για όλους, ο συντελεστής για τους τρίτεκνους μειώνεται από το 22% στο 9%, ενώ για τους πολύτεκνους μηδενίζεται. Το αφορολόγητο για οικογένειες με 4 παιδιά και άνω αυξάνεται στα 27.000 ευρώ.
Έτσι, ένας τρίτεκνος με καθαρό μισθό 1.500 ευρώ θα έχει συνολικό όφελος 1.650 ευρώ, και ένας πολύτεκνος με καθαρό μισθό 1.800 ευρώ θα έχει καθαρό όφελος 4.100 ευρώ. Τα οφέλη αυτά πολλαπλασιάζονται επί δύο για το ζευγάρι και θα είναι ορατά από τον Ιανουάριο του 2026.
Στόχος είναι η ενίσχυση της νέας γενιάς και η μείωση της ανεργίας στις μικρές ηλικίες. Για εισοδήματα έως 20.000 ευρώ και άτομα έως 25 ετών, ο συντελεστής μηδενίζεται. Για άτομα 25-30 ετών, μειώνεται από το 22% στο 9%. Σύμφωνα με τον υπουργό, υπάρχουν πάνω από 260.000 άτομα έως 30 ετών και 70.000 άτομα έως 25 ετών.
Επιπλέον, ενισχύεται η μεσαία τάξη με την εισαγωγή του ενδιάμεσου συντελεστή 39%, μειωμένου κατά 5 μονάδες σε σχέση με τα ισχύοντα.
Στην περιφέρεια, καταργείται ο ΕΝΦΙΑ για περιοχές με έως 1.500 κατοίκους (π.χ. Λέσβος, Σάμος, Κως). Εισάγεται ενδιάμεσος συντελεστής στα ενοίκια 12.000-24.000 ευρώ, επεκτείνεται η απαλλαγή φόρου για κενά ακίνητα που θα ενοικιαστούν κ.λπ. Έτσι, ο φόρος των 6.350 ευρώ μπορεί να μειωθεί στα 5.150 ευρώ.
Μειώνεται κατά 50% η φορολογική επιβάρυνση για ελεύθερους επαγγελματίες σε οικισμούς έως 1.500 κατοίκους και καταργείται για εισόδημα νέων μητέρων έως δύο έτη. Μειώνονται κατά 30% τα τεκμήρια διαβίωσης.
Σε βάθος διετίας καταργείται η προσωπική διαφορά για τους συνταξιούχους, με το 2026 να λαμβάνουν τη μισή αύξηση. Σύμφωνα με τον υπουργό, για συνταξιούχο με εισόδημα 14.000 ευρώ ή καθαρή σύνταξη 1.080 ευρώ, το συνολικό όφελος θα είναι 593 ευρώ καθαρά (συνυπολογίζεται η ενίσχυση του Νοεμβρίου των 250 ευρώ και η ωφέλεια από τη μείωση των φορολογικών συντελεστών), ενώ θα υπάρξουν επιπλέον 362 ευρώ από την προσωπική διαφορά.
Υπάρχει εθνική στόχευση με την αναμόρφωση του μισθολογίου και του βαθμολογίου για την Αστυνομία, την Πυροσβεστική και το Λιμενικό από τον Οκτώβριο. Αυξάνεται η αποζημίωση των οπλιτών και θεσπίζονται φορολογικές απαλλαγές έως 200% σε τομείς άμυνας και τεχνολογίας.
Στα επιμέρους μέτρα, καταργείται το τέλος τηλεόρασης 10%, δημιουργείται το Ταμείο Καινοτομίας Φαρμάκων, αναγνωρίζονται μισθολογικά οι 5ετείς κύκλοι σπουδών και χορηγείται απαλλαγή από τον φόρο για ιδρύματα και κληροδοτήματα.
Οι παρεμβάσεις αυτές, σύμφωνα με το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, στοχεύουν στην ενίσχυση του εισοδήματος και τη μείωση των φορολογικών βαρών για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Οι κυριότερες παρεμβάσεις περιλαμβάνουν:
(α) τη σημαντική αναμόρφωση της κλίμακας του φόρου εισοδήματος μισθωτών, συνταξιούχων, αγροτών και ελευθέρων επαγγελματιών με έμφαση στη μεσαία τάξη, τις οικογένειες με παιδιά και τους νέους,
(β) το μη συμψηφισμό του 50% της προσωπικής διαφοράς των συνταξιούχων κατά την αύξηση των συντάξεων για το έτος 2026 και κατάργηση του συμψηφισμού της προσωπικής διαφοράς από το 2027,
(γ) παρεμβάσεις στα ειδικά μισθολόγια των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, καθώς και μια σειρά άλλων παρεμβάσεων που αφορούν τις αποδοχές εξωτερικής υπηρεσίας του υπουργείου Εξωτερικών, τη μισθολογική εξέλιξη των μηχανικών και άλλων δημοσίων υπαλλήλων που έχουν πενταετή κύκλο σπουδών, τη θέσπιση αφορολόγητου για το επίδομα βιβλιοθήκης μελών ΔΕΠ και ερευνητών,
(δ) την κατάργηση σταδιακά του ΕΝΦΙΑ για κύριες κατοικίες σε οικισμούς με πληθυσμό έως 1.500 κατοίκους,
(ε) τη μείωση κατά 30% του ΦΠΑ στα νησιά της Περιφέρειας Βόρειου Αιγαίου, του Νομού Έβρου και του νομού Δωδεκανήσων με πληθυσμό έως 20.000 κατοίκους, (στ) την εισαγωγή ενδιάμεσου συντελεστή 25% στο φόρο εισοδήματος από ακίνητα, καθώς και την επέκταση του μέτρου απαλλαγής του φόρου για κενά ακίνητα που θα ενοικιαστούν και το 2026, της απαλλαγής ΦΠΑ στα νέα κτίρια καθώς και του περιορισμού των νέων airbnb στα τρία δημοτικά διαμερίσματα της Αθήνας το 2026 και
(ζ) τη μείωση των τεκμηρίων διαβίωσης κατά 30% για τις κατοικίες και σημαντικές μειώσεις των τεκμηρίων για τα αυτοκίνητα, καθώς και προσαρμογές στο ελάχιστο εισόδημα των ελευθέρων επαγγελματιών για τους οικισμούς έως 1.500 κατοίκους και τις νέες μητέρες.
Αυτές οι παρεμβάσεις, επισημαίνεται από το υπουργείο, πραγματοποιούνται εντός των δημοσιονομικών στόχων. Ο στόχος αύξησης των καθαρών πρωτογενών δαπανών για το 2026, έναντι του 2025 ανέρχεται σε 3,6% ή περίπου 3,7 δισ. ευρώ. Από αυτές τις δαπάνες εξαιρείται η αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών κατόπιν της ενεργοποίησης της εθνικής ρήτρας διαφυγής για τις αμυντικές δαπάνες. Το 2026 οι φυσικές παραλαβές εξοπλιστικών προγραμμάτων αναμένεται να ανέλθουν σε 2,3 δισ. ευρώ, έναντι 1,7 δισ. ευρώ το 2025.