
Βιολογικά προϊόντα: «Φούσκα» επιδοτήσεων ή πραγματική διατροφή;
Από το 2021 έως το τέλος του 2024, ο αριθμός των παραγωγών που «εντάχθηκαν» στη βιολογική παραγωγή αυξήθηκε τουλάχιστον τρεις φορές. Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, τα στρέμματα βιολογικής καλλιέργειας εκτινάχθηκαν από 6.359.600 το 2021 σε 15.409.300 το 2024, καλύπτοντας το 17% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων της Ελλάδας! Ανάλογη αύξηση παρατηρήθηκε και στην βιολογική εκτροφή βοοειδών και αιγοπροβάτων. Ωστόσο, σύμφωνα με τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Κώστα Τσιάρα, «το 50% των ΑΦΜ που έχουν ελεγχθεί για τα βιολογικά δεν πληροί τις προϋποθέσεις επιδότησης». Με άλλα λόγια, οι αριθμοί είναι παραπλανητικοί. Επιπλέον, το Εθνικό Σύστημα Διαπίστευσης (ΕΣΥΔ) ανέστειλε, στις αρχές Αυγούστου, τη διαπίστευση μεγάλης εταιρείας πιστοποίησης βιολογικών προϊόντων για έξι μήνες.
Είναι, λοιπόν, τα βιολογικά προϊόντα που καταναλώνουμε πραγματικά βιολογικά ή πληρώνουμε περισσότερα χρήματα χωρίς λόγο;
Μια έρευνα για τις βιολογικές καλλιέργειες στην Ελλάδα αποκάλυψε ένα κενό στη νομοθεσία. Αυτό το κενό, ενώ φαινομενικά προστάτευε τους καταναλωτές, επέτρεψε την ανάπτυξη ενός δικτύου απορρόφησης επιδοτήσεων από «δήθεν» παραγωγούς. Από το 2021 και μετά, οι παραγωγοί που εντάχθηκαν στο πρόγραμμα βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας αρκούσε να λάβουν μια απλή βεβαίωση από έναν οργανισμό πιστοποίησης, ότι δήθεν καλλιεργούν βιολογικά τα κτήματά τους, για να λάβουν την επιδότηση. Δεν ήταν απαραίτητο να παράγουν πραγματικά βιολογικά προϊόντα και να τα διαθέσουν στην αγορά.
Οι περισσότεροι εντάχθηκαν στο πρόγραμμα αποκλειστικά για τα χρήματα, χωρίς να μπουν στον κόπο της βιολογικής καλλιέργειας, η οποία συνεπάγεται περισσότερα έξοδα, κόπο και μικρότερη παραγωγή. Έτσι, συνέχισαν να πωλούν τα προϊόντα τους ως συμβατικά. Όπως δηλώνει στην «Κ» ο Κώστας Κρεμμύδας, βιολογικός καλλιεργητής κηπευτικών στην Κρήτη εδώ και 15 χρόνια, ο οποίος δεν έχει λάβει ποτέ επιδότηση: «Πρόκειται για οικονομικό σκάνδαλο, όχι διατροφικό. Δεν με συμφέρει. Τα λεφτά που θα πάρω είναι λιγότερα από αυτά που θα χρειαστεί να δώσω στον γεωπόνο που θα μου κάνει τη δήλωση».
Το πρόγραμμα, με τα σημαντικά κονδύλια, οδήγησε στην αύξηση των καλλιεργητών, των στρεμμάτων βιολογικής γεωργίας και των ζώων βιολογικής εκτροφής. Αφορούσε κυρίως νεοεισερχόμενους αγρότες στη βιολογική παραγωγή.
Πηγή από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης αναφέρει: «Oταν μεγάλη μερίδα παραγωγών κόπηκε από διάφορα προγράμματα για το “πρασίνισμα”, οι μελετητές από τα ΚΥΔ άρχισαν να προτείνουν στους παραγωγούς να στραφούν στα βιολογικά για περισσότερα χρήματα. Eτσι άρχισαν να αυξάνονται οι αιτήσεις, αποκλειστικά για την ενίσχυση». Το ίδιο το υπουργείο γνώριζε αυτή την κατάσταση, καθώς η νομοθεσία το επέτρεπε. «Hταν ένας τρόπος για να απορροφηθούν κονδύλια», σημειώνει χαρακτηριστικά μελετητής γεωπόνος.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, «για να ενταχθείς στο πρόγραμμα, αρκεί ένα συμβόλαιο ιδιοκτησίας ή ενοικιαστήριο και μια αυτοψία για την ύπαρξη και την τοποθεσία της έκτασης. Έτσι, εντάσσεται στο σύστημα ελέγχου και πιστοποίησης βιολογικών μέσω ενός οργανισμού η έκταση και όχι το προϊόν». Οι έλεγχοι στα χωράφια, για να διαπιστωθεί η συμμόρφωση, είναι δειγματοληπτικοί και όχι εξονυχιστικοί, σύμφωνα με βιοκαλλιεργητές.
Σύμφωνα με τον Κώστα Κρεμμύδα, το πρόβλημα είναι οικονομικό και όχι διατροφικό, καθώς οι αγρότες εντάχθηκαν στο πρόγραμμα για την επιδότηση και όχι για την καλλιέργεια.
Η Αλεξάνδρα Βαλοπετροπούλου, βιοκαλλιεργήτρια με πάνω από 25 χρόνια εμπειρίας και ιδιοκτήτρια της εταιρείας Biobox, εξηγεί ότι «για να πουλήσεις βιολογικά προϊόντα, χρειάζεται πιστοποιητικό για κάθε προϊόν ξεχωριστά, από την ντομάτα έως το μυρώνι. Δεν πιστοποιείται ο παραγωγός, αλλά το προϊόν. Συνεργάζομαι με παραγωγούς που μου δίνουν προϊόντα πάνω από είκοσι χρόνια. Μου λένε φέτος έβαλα και πεπόνι. Λοιπόν, αν δεν έχει πιστοποίηση το πεπόνι, δεν το βάζω στα βιολογικά προϊόντα. Δεν θέλω να πάρω αυτό το ρίσκο».
Ωστόσο, η ανάκληση της άδειας πιστοποιητικού οργανισμού στην Κρήτη έχει κλονίσει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών στο σύστημα πιστοποίησης.
Η Ελένη Τζαβάρα, προϊσταμένη Διεύθυνσης Συστημάτων Ποιότητας και Βιολογικής Γεωργίας του ΥΠΑΑΤ, υπογραμμίζει ότι «η νομοθεσία ορίζει ότι στα βιολογικά προϊόντα που βγαίνουν στην αγορά γίνονται έλεγχοι από πολλούς φορείς, πλην του ίδιου του οργανισμού πιστοποίησης. Ελέγχουν ο ΕΛΓΟ Δήμητρα, οι Διευθύνσεις Γεωργίας των περιφερειών, υπηρεσίες του υπουργείου Ανάπτυξης που ελέγχουν τα τιμολόγια». Εάν εντοπιστεί ένα μη βιολογικό προϊόν στην αγορά, ο παραγωγός αποκλείεται από το σύστημα για έξι μήνες έως ένα χρόνο, ενώ ο πιστοποιητικός οργανισμός αντιμετωπίζει σοβαρές κυρώσεις. «Σε όλες τις δουλειές υπάρχουν καλοί και κακοί επαγγελματίες. Αλλά στα βιολογικά προϊόντα είναι πιο δύσκολο να μην είσαι καθαρός, γιατί και οι ίδιοι οι παραγωγοί προφυλάσσουν την αγορά», προσθέτει η κ. Τζαβάρα.
Η κ. Βαλοπετροπούλου επισημαίνει ότι «είναι μεγάλο το ρίσκο και οι παραγωγοί δεν έχουν λόγο να το πάρουν. Μπορούν να πουλήσουν τα προϊόντα τους ως συμβατικά». Επιπλέον, «για να πιστοποιήσεις το προϊόν σου ως βιολογικό, χρειάζεται να περάσουν δύο ή τρία χρόνια από τότε που σταμάτησες να χρησιμοποιείς μη βιολογικά σκευάσματα στο χωράφι σου».
Η κ. Δήμητρα Τσακίρη, πρόεδρος στον Σύλλογο Βιοκαλλιεργητών Αγορών Αττικής (ΣΥΒΑΑ), αναφέρει ότι «εμείς στη λαϊκή έχουμε καταναλωτική ομάδα που έρχεται και κάνει ελέγχους και δύο διαπιστευμένους γεωπόνους του δικού μας συλλόγου που κάνουν ελέγχους των προϊόντων από τους πάγκους των παραγωγών παίρνοντας δείγματα. Τον περασμένο Φεβρουάριο, ταξιδέψαμε στην Κρήτη, επισκεφθήκαμε και τους 18 παραγωγούς μας και τσεκάραμε τα κτήματά τους. Αν είναι βιολογικά, καθώς και αν έχουν τα κτήματα που λένε εκεί όπου λένε. Αν μια φορά γίνει κάτι στη λαϊκή, όλοι θα έχουμε συνέπειες στη δουλειά και στην αξιοπιστία μας, που έχουμε χτίσει με τόση προσπάθεια». Η ίδια καλλιεργεί 80 στρέμματα στο Κιβέρι με φρούτα και λαχανικά, στα όρια των νομών Αργολίδος και Αρκαδίας.
Η Αλεξάνδρα Βαλοπετροπούλου τονίζει ότι «για να πουλήσεις βιολογικά προϊόντα χρειάζεται πιστοποιητικό για κάθε προϊόν ξεχωριστά. Δεν πιστοποιείται ο παραγωγός, αλλά το προϊόν».
Η μεγάλη αύξηση των παραγωγών που φέρεται να καλλιεργούν βιολογικά ήταν θέμα συζήτησης ανάμεσα στους παλιούς παραγωγούς. Η ίδια δεν ασχολείται πολύ με τις επιδοτήσεις, γιατί «δεν έχει νόημα. Παίρνω 1.350 ευρώ τον χρόνο και μετά ασφαλίζω τα κτήματα στον ΕΛΓΑ και δίνω 1.285 ευρώ και επιπλέον 200 ευρώ στον μελετητή. Αν δεν ήταν υποχρεωτικό να κάνω δήλωση ΟΣΔΕ για να θεωρούμαι κατά κύριο επάγγελμα αγρότισσα, δεν θα ασχολιόμουν καθόλου».
Η κ. Άννα Αϊβαζίδου, πρόεδρος των Βιολογικών Αγορών Θεσσαλονίκης, που λειτουργούν εδώ και 23 χρόνια, παρατηρεί: «Είμαστε τόσα χρόνια λιγότεροι από 60.000 και ξαφνικά αποφάσισαν άλλοι 60.000 να καλλιεργήσουν βιολογικά; Hταν φανερό ότι κάτι συμβαίνει». Η ίδια καλλιεργεί κηπευτικά, φράουλες, μύρτιλα και αμύγδαλα και λαμβάνει περίπου 300 ευρώ επιδότηση ετησίως, αλλά «δεν έχει σημασία. Εμείς ζούμε από την παραγωγή μας. Οι καινούργιοι μπήκαν με εύκολες καλλιέργειες και αυτό κάτι δείχνει», καταλήγει.