
Γειτονιές στην Αθήνα: Χάνονται οι «καλημέρες» ή υπάρχει ελπίδα;
Η χρήση των παλιών πολυκατοικιών μεταβάλλεται, οι ένοικοι εναλλάσσονται και η σχέση με το διπλανό διαμέρισμα αλλάζει. Μήπως έχουμε ξεμάθει να είμαστε καλοί γείτονες;
«Πάει, τέλειωσαν οι καλημέρες με τους γείτονες, τώρα μιλάμε με εξώδικα», λέει η Βανέσσα Παπαϊωάννου, που είχε επιλέξει το Πολύγωνο για την αίσθηση γειτονιάς που απέπνεε. Τώρα ετοιμάζεται να πουλήσει το διαμέρισμά της, πεπεισμένη για την επιλογή της. «Κάτι δεν πάει καλά ξαφνικά στην Αθήνα», λέει, «το βλέπεις στους δρόμους, αλλά εγώ το βλέπω στην πολυκατοικία μου». Ψάχνει νέο σπίτι «κάπου όπου ο κόσμος δεν θα αλλάζει τα σπίτια σαν τα πουκάμισα και δεν θα έχει Airbnb».
Η αθηναϊκή πολυκατοικία, αποτέλεσμα της αντιπαροχής, είχε έναν διαταξικό χαρακτήρα, φιλοξενώντας χαμηλόμισθους, μικροεπαγγελματίες, δημόσιους υπαλλήλους, αλλά και καθηγητές πανεπιστημίου, γιατρούς και δικηγόρους. Σε συνδυασμό με την επιμειξία χρήσεων, η Αθήνα γλίτωσε από φαινόμενα κοινωνικής απομόνωσης και έντονων ταξικών διαχωρισμών χάρη στην πολυκατοικία.
Ωστόσο, αυτή η κοινωνική ποιότητα κινδυνεύει στην εποχή της τουριστικής άνθησης, της στεγαστικής κρίσης και των ψηφιακών νομάδων; «Οταν πρωτοήρθαμε», θυμάται η Βανέσσα Παπαϊωάννου, «γνωρίζαμε πάνω-κάτω τους ανθρώπους που έμεναν στην πολυκατοικία. Δεν ήμασταν με όλους φίλοι, αλλά χαιρετούσαμε ο ένας τον άλλο, υπήρχε μια κοινή συνισταμένη ευγένειας, καλών τρόπων και αμοιβαίας διάθεσης συνεννόησης. Σταδιακά αυτό άρχισε να αλλάζει». Λίγο πριν από την πανδημία, παρατηρήθηκε μεγαλύτερη ροή νέων ενοικιαστών, λόγω της ανόδου των τιμών στα ενοίκια, ενώ παλιοί ιδιοκτήτες πουλούσαν και έφευγαν. «Μέσα σε διάστημα δύο-τριών ετών η πολυκατοικία έχασε το οικογενειακό της κλίμα. Ταυτόχρονα αυξήθηκε η καχυποψία για τον διπλανό και πράγματα αυτονόητα, όπως ο σεβασμός στις ώρες κοινής ησυχίας κι ένα μίνιμουμ ευγένειας, έπαψαν να είναι τόσο αυτονόητα». Η γειτονιά άρχισε να χάνει τα σημεία αναφοράς της: «Το καφενείο έγινε καφετέρια, το μπακάλικο σούπερ μάρκετ, ο φούρνος έκλεισε, όσα μας έκαναν “γειτονιά” απονευρώθηκαν, με αποτέλεσμα να απονευρωθούν και οι μεταξύ μας σχέσεις».
Ο ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής Γεωγραφίας Θωμάς Μαλούτας επισημαίνει τις βασικές ρωγμές στην παραδοσιακή αθηναϊκή γειτονιά: τις μαζικές μετακινήσεις μεσοαστικών στρωμάτων προς τα προάστια τη δεκαετία του ’70, το μεταναστευτικό ρεύμα από το 1990 και μετά και τη μεγάλη οικονομική κρίση του 2010. Από το 2017 και έπειτα, η ζήτηση αυξάνεται εντυπωσιακά και η Αθήνα μπαίνει στον ευρωπαϊκό τουριστικό χάρτη, με αποτέλεσμα η ακίνητη περιουσία να γίνεται επενδυτικό προϊόν.
Δεν είναι όλες οι εμπειρίες γειτνίασης αρνητικές. Ο αρχιτέκτονας Σταύρος Μαρτίνος μεταφέρει την εμπειρία του από την Κυψέλη: «Όσοι είμαστε κοντά ηλικιακά, έχουμε γνωριστεί και έχουμε γίνει φίλοι». Αποδίδει τo γεγονός στην αστική κληρονομιά της Κυψέλης και στα πολεοδομικά χαρακτηριστικά της Φωκίωνος Νέγρη. «Νομίζω έχει να κάνει με την πυκνότητα. Οι άνθρωποι μαθαίνουν να συνυπάρχουν».
Στα όρια Θησείου και Άνω Πετραλώνων, η Γαβριέλλα Τριανταφύλλη τονίζει: «Έχω την τύχη να μένω σε έναν δρόμο με χαμηλές μονοκατοικίες και ακόμη μεγαλύτερη τύχη απέναντί μου να ζουν άνθρωποι που με τα χρόνια λογίζω ως φίλους και φίλες, όχι απλώς ως γείτονες». Η καλή γειτονία δεν είναι αυτονόητη, αλλά «αποτέλεσμα μικρών χειρονομιών, της διάθεσης να δώσεις και να δεχθείς. Και μέσα σε μια πόλη που αλλάζει με τόσο βίαιο ρυθμό, αυτό είναι σχεδόν μια πράξη αντίστασης».
Ωστόσο, έρευνα της World Values Survey δείχνει ότι η εμπιστοσύνη των Ελλήνων στους γείτονες πέφτει στο 46,6% έναντι 61,5% το 2017. Η δικηγόρος Μελίνα Δασκαλάκη τονίζει ότι η γειτονιά είναι το επόμενο «πεδίο μάχης» κατά της κοινωνικής απομόνωσης. «Διεκδικήσαμε επιλογές ζωής και αυτοπροσδιορισμού και πολύ καλά κάναμε. Την ίδια στιγμή, όμως, χάσαμε τα κοινωνικά δίκτυα».
Σήμερα, οι γειτονιές αντανακλούν ένα κενό σύνδεσης. Απαιτούνται προσαρμογές και υπάρχουν εργαλεία που πρέπει να χρησιμοποιηθούν: οι λέσχες φιλίας, ο τρόπος που σχεδιάζουμε τους δημόσιους χώρους, η ενίσχυση του εθελοντισμού. Διαφορετικά, η κοινωνική απομόνωση θα διαβρώνει την κοινωνική συνοχή και θα επηρεάζει την ψυχική και τη γενικότερη υγεία μας.