 
              
            Ερντογάν σε Μερτς: «Έχουμε κι εμείς κριτήρια, τα δικά μας, της Άγκυρας»
Στη χθεσινή συνάντηση των δύο ηγετών στην Άγκυρα, καταγράφηκε συμφωνία για την αμυντική συνεργασία, με επίκεντρο την αγορά των Eurofighter από την Τουρκία. Όταν ο Γερμανός καγκελάριος έθεσε το ζήτημα των κριτηρίων της Κοπεγχάγης για την ευρωπαϊκή προσέγγιση της Τουρκίας, ο Τούρκος πρόεδρος απάντησε χαρακτηριστικά: «Εμείς έχουμε κριτήρια της Άγκυρας».
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν τόνισε ότι «η Τουρκία δεν είναι οποιαδήποτε χώρα» και ζήτησε ειδική μεταχείριση στην ευρωπαϊκή της πορεία. Από την πλευρά του, ο Γερμανός καγκελάριος έθεσε ζητήματα κράτους δικαίου και τα κριτήρια της Κοπεγχάγης. Παρά τη συμφωνία για τα Eurofighter, υπήρξε έντονη αντιπαράθεση για το Ισραήλ και τη Γάζα. Αξιοσημείωτο ήταν ότι κανένας από τους δύο δεν αναφέρθηκε στον αποκλεισμό της Τουρκίας από το πρόγραμμα SAFE.
Ο κ. Μερτς, μετά την άφιξή του στην Άγκυρα, έγινε δεκτός από τον κ. Ερντογάν στο προεδρικό μέγαρο. Μετά από συνομιλίες δύο ωρών, οι δύο ηγέτες παραχώρησαν κοινή συνέντευξη Τύπου. Η αμυντική συνεργασία, με αιχμή την αγορά των Eurofighter, κυριάρχησε στη συζήτηση.
Ο κ. Μερτς δήλωσε: «Ως Γερμανοί, ως Ευρωπαίοι πρέπει να αναπτύξουμε τις στρατηγικές συνεργασίες μας και η Τουρκία δεν πρέπει να μείνει εκτός αυτής της διαδικασίας… Η Τουρκία είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας σε σχεδόν όλα τα θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας που μας απασχολούν. Η Γερμανία και η Τουρκία, ως σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ, έχουν κοινά συμφέροντα. Είμαστε στην ευχάριστη θέση να αναφέρουμε ότι η Τουρκία αποφάσισε να αποκτήσει 20 Eurofighter, μετά την έγκριση και της Γερμανίας. Αυτά τα αεροσκάφη θα εξυπηρετήσουν τη συλλογική ασφάλειά μας».
Ο κ. Ερντογάν ζήτησε ενίσχυση της συνεργασίας στον αμυντικό τομέα: «Υπό το πρίσμα των μεταβαλλόμενων συνθηκών ασφάλειας στην Ευρώπη πρέπει να αφήσουμε πίσω μας τις δυσκολίες του παρελθόντος στην προμήθεια προϊόντων αμυντικής βιομηχανίας και να επικεντρωθούμε σε κοινά έργα. Χαιρετίζουμε τα θετικά βήματα που έκανε πρόσφατα η Γερμανία σε αυτόν τον τομέα, όπως η διαδικασία Eurofighter. Μπορούμε να ενισχύσουμε περαιτέρω αυτή τη συνεργασία με τη λογική του καζάν – καζάν (win – win)».
Σχετικά με τις ευρωτουρκικές σχέσεις, ο κ. Μερτς δήλωσε αρχικά ότι «θέλουμε να δούμε την Τουρκία στην Ε.Ε.», μίλησε για έναρξη στρατηγικού διαλόγου με την Άγκυρα, αλλά τόνισε ότι «ο δρόμος για την Ε.Ε. περνάει από τα κριτήρια της Κοπεγχάγης» και πρόσθεσε ότι «οι αποφάσεις που ελήφθησαν στην Τουρκία δεν πληρούν τους όρους της Κοπεγχάγης… Για παράδειγμα δήλωσα ότι υπάρχουν ζητήματα σχετικά με την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας που είναι ασύμβατα με τη δική μας κατανόηση». Ο κ. Ερντογάν απάντησε ότι «αν υπάρχουν κριτήρια της Κοπεγχάγης για προσέγγιση με Ευρώπη, κι εμείς έχουμε κριτήρια της Άγκυρας».
Για το θέμα του Ισραήλ, ο κ. Μερτς ξεκαθάρισε ότι η Γερμανία θα στέκεται πάντα στο πλευρό του Ισραήλ, λέγοντας: «Το Ισραήλ άσκησε το δικαίωμά του στην αυτοάμυνα και με μόνο μία απόφαση θα μπορούσαν να είχαν αποτραπεί περιττές θυσίες. Η Χαμάς θα μπορούσε να είχε απελευθερώσει τους ομήρους νωρίτερα και να είχε καταθέσει τα όπλα της».
Αυτή η δήλωση προκάλεσε την αντίδραση του κ. Ερντογάν, ο οποίος υποστήριξε ότι το Ισραήλ «διαθέτει πυρηνικά και άλλα όπλα με τα οποία απειλεί και πλήττει τη Γάζα, ενώ η Χαμάς δεν έχει τίποτα από αυτά», ενώ κατηγόρησε το Ισραήλ για προσπάθειες γενοκτονίας στη Γάζα, ρωτώντας τον Γερμανό καγκελάριο: «Εσείς ως Γερμανία δεν το βλέπετε αυτό, δεν το παρακολουθείτε αυτό;»
Εν τω μεταξύ, πηγές του Υπουργείου Άμυνας της Τουρκίας διέψευσαν τις επίσημες δηλώσεις για το κόστος αγοράς των 20 αεροσκαφών Eurofighter, μειώνοντάς το κατά 2,6 δισεκατομμύρια στερλίνες σε σχέση με τις αρχικές ανακοινώσεις. Σύμφωνα με τις πηγές, «μαζί με τα αεροσκάφη και τον εξοπλισμό αποστολής αεροσκαφών και διάφορους τύπους και ποσότητες πυρομαχικών που περιλαμβάνονται στην προμήθεια, το κόστος ανέρχεται σε περίπου 5,4 δισ. βρετανικές λίρες». Ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ, ωστόσο, είχε ανακοινώσει αξία 8 δισεκατομμυρίων στερλινών. Πολιτικοί αναλυτές στην Τουρκία σχολιάζουν ότι οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης για το κόστος οδήγησαν τις «πηγές» του Υπουργείου Άμυνας να παρέμβουν, χωρίς επίσημη δήλωση για το ακριβές κόστος της συμφωνίας.
 
         
   
   
   
   
  