Πάτησε φρένο η ανάπτυξη

Ανάπτυξη: Θα φτάσει η Ελλάδα τα προ κρίσης επίπεδα; Τι δείχνουν τα δεδομένα

Οικονομία
Δημοσιεύθηκε  · 4 λεπτά ανάγνωση

Η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε την περασμένη Παρασκευή ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της χώρας το β΄ τρίμηνο φέτος ήταν 1,7%, ελαφρώς υψηλότερος από τον μέσο όρο της Ε.Ε. που ήταν 1,6% και της Ευρωζώνης που ήταν 1,5%.

Με αυτόν τον ρυθμό, σε ετήσια βάση, η χώρα θα χρειαζόταν 10 χρόνια, έως και το 2034, για να επιστρέψει το πραγματικό ΑΕΠ (αποπληθωρισμένο) στα προ κρίσης επίπεδα του 2008, σύμφωνα με υπολογισμούς οικονομικών αναλυτών.

Αν ο ρυθμός ήταν υψηλότερος, 2,4% (κοντά στην πρόβλεψη της κυβέρνησης, της Τράπεζας της Ελλάδος και της Κομισιόν για φέτος, που είναι 2,3%), θα χρειαζόταν 7 χρόνια για να επιτύχει αυτόν τον στόχο (έως και το 2031). Και αν κατέβαινε σε ρυθμό 1,3% θα χρειαζόταν 13 χρόνια, έως και το 2037, για την επιστροφή αυτή.

Είναι φανερό ότι η χώρα έχει ανάγκη από ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης. Κι αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει και διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά, ώστε η ανάπτυξη αυτή να είναι βιώσιμη. Οπως επισημαίνουν οι οικονομολόγοι, το «ελατήριο», στον βαθμό που λειτούργησε, εξαντλήθηκε. Tώρα απαιτείται διεύρυνση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας, αλλά με παράλληλη στροφή του παραγωγικού προτύπου της, ώστε να είναι η ανάπτυξη βιώσιμη. Διαφορετικά, προειδοποιούν, τα πράγματα μπορεί να επιδεινωθούν σημαντικά, με υψηλό κόστος για το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων πολιτών.

«Η επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης το β΄ τρίμηνο 2025», επισημαίνει ο Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος, σύμβουλος διοίκησης της Τράπεζας της Ελλάδος, «συνδέεται σε κάποιο βαθμό με την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας λόγω της αβεβαιότητας σχετικά με τη δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ. Αρα σε κάποιο βαθμό μπορεί να είναι συγκυριακή. Ομως εν μέρει οφείλεται και σε εσωτερικούς παράγοντες που σχετίζονται με το αναπτυξιακό πρότυπο της χώρας. Θα πρέπει να μας προβληματίσει το γεγονός ότι, παρά την επιτάχυνση των επενδύσεων τα τελευταία χρόνια, η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται με πολύ χαμηλούς ρυθμούς, μόλις κατά 1,2% το 2024 και σχεδόν μηδενικό ρυθμό το β΄ τρίμηνο του 2025».

«Οι χαμηλοί ρυθμοί παραγωγικότητας πιθανότατα σχετίζονται μεταξύ άλλων και με τη διάρθρωση των επενδύσεων, οι οποίες επικεντρώνονται σε κλάδους χαμηλής παραγωγικότητας, όπως οι κατασκευές και ο τουρισμός. Για να αλλάξει αυτό, η χώρα πρέπει να επενδύσει περισσότερο σε νέες τεχνολογίες και ανθρώπινο κεφάλαιο.

«Διαφορετικά η έλλειψη εργατικού δυναμικού, η οποία είναι πλέον προφανής σε πολλούς κλάδους της οικονομίας, θα οδηγήσει πολύ σύντομα σε ταχεία επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης».

Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν πράγματι ότι οι επενδύσεις επικεντρώνονται σε κλάδους χαμηλής παραγωγικότητας. Το β΄ τρίμηνο η αξιόλογη αύξηση των επενδύσεων κατά 6,5% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2024 προήλθε κυρίως από την αύξηση του μεταφορικού εξοπλισμού (παραλαβή των ηλεκτρικών λεωφορείων) αλλά και των κατοικιών και των άλλων κατασκευών. Αντίθετα, οι επενδύσεις σε εξοπλισμό τεχνολογίας πληροφορικής και επικοινωνίας μειώθηκαν.

«Δεδομένου ότι η οικονομία λειτουργεί κοντά σε επίπεδο πλήρους απασχόλησης», λέει ο κ. Τάσος Αναστασάτος, επικεφαλής οικονομολόγος της Eurobank, «δεν μπορούμε να προσβλέπουμε σε κυκλική ανάκαμψη. Πρέπει να επεκτείνουμε τις παραγωγικές μας δυνατότητες. Πώς θα το κάνουμε αυτό; Με περαιτέρω προσέλκυση επενδύσεων και συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα τονώσουν τον μακροχρόνιο δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης».

Ανάλογες επισημάνσεις έκανε άλλωστε και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, την Παρασκευή, σε συνέντευξή του στην «Ημερησία». Οπως είπε, «η μεγάλη εικόνα είναι ότι υπάρχει υπερβάλλουσα ζήτηση στην ελληνική οικονομία, η οποία πρέπει να αντιμετωπιστεί κυρίως με ενίσχυση της προσφοράς και της παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών». Πρόσθεσε ότι «πρέπει να ενισχύσουμε τις δυνάμεις της προσφοράς. Η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερη παραγωγή. Και περισσότερους παραγωγούς για διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες».

Tα στοιχεία της Eurostat της περασμένης Παρασκευής για την παραγωγή υπηρεσιών επιβεβαίωσαν ότι στην Ελλάδα οι υπηρεσίες είναι ο τομέας που εξακολουθεί να κυριαρχεί. Τον Ιούνιο, η παραγωγή υπηρεσιών αυξήθηκε κατά 24% σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα του προηγούμενου έτους, όταν στην Ε.Ε. η αύξηση ήταν κατά μέσον όρο 3,3% και στην Ευρωζώνη 2,9%.

Καθώς το 2026 θα λήξει η τροφοδότηση των επενδύσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης, τα ερωτήματα για την επόμενη μέρα είναι πιεστικά, επισημαίνουν οι αναλυτές.