Γιατί δεν υπάρχει «ασφαλής ποσότητα αλκοόλ» -Ούτε καν ένα ποτήρι κρασί

Αλκοόλ: Όχι, δεν υπάρχει "ασφαλής" ποσότητα – Νέα επιστημονικά δεδομένα!

Υγεία
Δημοσιεύθηκε  · 5 λεπτά ανάγνωση

Για δεκαετίες, η αντίληψη ότι «ένα ποτήρι κρασί την ημέρα κάνει καλό στην καρδιά» είχε εδραιωθεί. Όμως, σύγχρονες έρευνες αποδεικνύουν το αντίθετο: δεν υπάρχει ασφαλές επίπεδο κατανάλωσης αλκοόλ, καθώς το αλκοόλ είναι νευροτοξίνη, βλάπτοντας άμεσα τον εγκέφαλο και το νευρικό σύστημα.

Μια νέα μελέτη, δημοσιευμένη στο BMJ Evidence-Based Medicine από ερευνητές των πανεπιστημίων Oxford, Yale και Cambridge, αποκαλύπτει ότι ακόμη και η ελάχιστη κατανάλωση αλκοόλ αυξάνει τον κίνδυνο άνοιας. Η σχέση μεταξύ ποσότητας αλκοόλ και κινδύνου είναι άμεσα ανάλογη: όσο περισσότερο πίνει κανείς, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος, χωρίς να υπάρχει «κατώφλι ασφάλειας».

Η έρευνα αυτή εντάσσεται σε μια σειρά επιστημονικών δημοσιεύσεων που αναγνωρίζουν το αλκοόλ ως νευροτοξική ουσία. Οι μηχανισμοί της βλάβης που προκαλεί στον εγκέφαλο είναι πολλοί και τεκμηριωμένοι, καθώς συμβάλλει στην έλλειψη θειαμίνης (βιταμίνης Β₁), επιταχύνει την παραγωγή τοξικών μεταβολιτών, προκαλεί οξειδωτικό στρες και ενεργοποιεί φλεγμονώδεις οδούς στον εγκέφαλο. Παράλληλα, διαταράσσει τη λειτουργία των γλουταμινικών υποδοχέων (NMDA), οδηγώντας σε υπερδιέγερση των νευρώνων και κυτταρικό θάνατο.

Οι νευροτοξικές επιδράσεις του αλκοόλ είναι ορατές στις απεικονιστικές εξετάσεις. MRI μελέτες σε ανθρώπους δείχνουν συρρίκνωση της γκρίζας ύλης, αλλοίωση της λευκής ύλης και μείωση του συνολικού όγκου του εγκεφάλου ακόμη και σε άτομα που πίνουν «μέτρια». Πειραματικά δεδομένα αποκαλύπτουν ότι η κατανάλωση αλκοόλ μειώνει τη νευρογένεση -τη δημιουργία νέων νευρικών κυττάρων- και αυξάνει τη φλεγμονή και το οξειδωτικό στρες στους νευρικούς ιστούς.

Στην πράξη, αυτό σημαίνει πως η κατανάλωση αλκοόλ επηρεάζει την ικανότητα συγκέντρωσης, τη μνήμη και τη γνωστική λειτουργία, ακόμη και σε μη εξαρτημένους ανθρώπους. Ο εγκέφαλος «αντιδρά» στο ποτό από την πρώτη γουλιά, και ενώ ορισμένες βλάβες μπορούν να αναστραφούν με πλήρη αποχή, αρκετές αφήνουν μόνιμα ίχνη.

Η θέση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας είναι πλέον σαφής: «Δεν υπάρχει επίπεδο κατανάλωσης αλκοόλ που να είναι ασφαλές για την υγεία». Οι επιδράσεις του αλκοόλ δεν περιορίζονται στον εγκέφαλο, καθώς αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου, καρδιαγγειακών παθήσεων, ηπατικών νόσων και ψυχιατρικών διαταραχών.

Η Βρετανίδα δημοσιογράφος Polly Vernon, στο βιβλίο της How the Female Body Works (Penguin, 2025), επανατοποθετεί τη συζήτηση για το αλκοόλ μέσα από το πρίσμα του γυναικείου σώματος. Η Vernon, μετά από ενδελεχή έρευνα στις φυσιολογικές, ορμονικές και νευρολογικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών, αναφέρει πως το γυναικείο σώμα είναι βιολογικά πιο ευάλωτο στην τοξικότητα του αλκοόλ.

Στο βιβλίο και σε σχετικό άρθρο της στον Independent, η Vernon περιγράφει ότι κανένας από τους ειδικούς με τους οποίους μίλησε –νευρολόγους, γυναικολόγους, ερευνητές εθισμού– δεν τη διαβεβαίωσε πως υπάρχει ασφαλές επίπεδο κατανάλωσης για τις γυναίκες. Αντιθέτως, πολλοί υπογράμμισαν πως η επίδραση του αλκοόλ στο γυναικείο σώμα είναι πιο έντονη και παρατεταμένη. Οι γυναίκες παράγουν μικρότερες ποσότητες του ενζύμου αλκοολικής αφυδρογονάσης (ADH), που είναι υπεύθυνο για τη διάσπαση του αλκοόλ στο ήπαρ. Αυτό σημαίνει ότι το αλκοόλ παραμένει περισσότερο στο αίμα και στον εγκέφαλο, προκαλώντας μεγαλύτερη τοξικότητα.

Η Vernon σημειώνει επίσης ότι οι ορμονικές φάσεις του εμμηνορροϊκού κύκλου επηρεάζουν την αντίδραση του οργανισμού στο αλκοόλ. Κατά την ωορρηξία, η ευαισθησία του οργανισμού αυξάνεται, και η ίδια ποσότητα αλκοόλ μπορεί να έχει πιο ισχυρή επίδραση. Επιπλέον, κατά την εμμηνόπαυση, με τη μείωση των επιπέδων οιστρογόνων και του ενζύμου ADH, οι γυναίκες καθίστανται ακόμη πιο εκτεθειμένες στις βλαπτικές συνέπειες του ποτού.

«Η ιδέα του “ένα ποτήρι κρασί το βράδυ για χαλάρωση” μπορεί να φαίνεται αθώα, αλλά για πολλές γυναίκες, ειδικά μετά τα 40, είναι στην πραγματικότητα ένας μηχανισμός αυτοβλάβης», γράφει χαρακτηριστικά η Vernon.

Η ίδια, όπως αναφέρει, άρχισε να αμφιβάλλει βαθιά για τη σχέση της με το αλκοόλ όσο προχωρούσε η έρευνα για το βιβλίο. «Όλοι οι ειδικοί που συνάντησα μού είπαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο το ίδιο πράγμα: το αλκοόλ είναι νευροτοξίνη - δεν υπάρχει "λίγο" ασφαλές δηλητήριο», δηλώνει στο Independent. Αυτή η παραδοχή αντικατοπτρίζει τη σύγχρονη επιστημονική συναίνεση.

Ακόμη και στατιστικά, η κατανάλωση αλκοόλ από γυναίκες έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, με τους ερευνητές να προειδοποιούν ότι η πολιτισμική εξοικείωση με το ποτό, ως μέσο χαλάρωσης ή κοινωνικής αποδοχής, κρύβει σοβαρούς κινδύνους.

Οι επιπτώσεις του αλκοόλ δεν είναι πάντα άμεσα εμφανείς, καθώς μπορεί να εκδηλωθούν ως χρόνια κόπωση, ήπιες γνωστικές διαταραχές ή μεταβολές στη διάθεση που ερμηνεύονται λανθασμένα ως «στρες» ή «κακή ψυχολογία».

Η σύγχρονη επιστημονική γραμμή είναι ξεκάθαρη: δεν υπάρχει ασφαλές επίπεδο κατανάλωσης αλκοόλ. Η αποχή ή ο δραστικός περιορισμός του είναι η μόνη στρατηγική που προστατεύει τον εγκέφαλο και το σώμα. Οι ειδικοί προτείνουν να αλλάξουμε το πλαίσιο της συζήτησης, από το «να πίνουμε λιγότερο» στο «να μην πίνουμε καθόλου όταν μπορούμε να το αποφύγουμε».

Το αλκοόλ παραμένει κοινωνικά αποδεκτό, συνδεδεμένο με τη διασκέδαση και τη χαλάρωση. Όμως, η νέα γενιά επιστημονικών δεδομένων αποκαλύπτει μια πιο σκληρή αλήθεια: κάθε ποτήρι που πίνουμε, ανεξαρτήτως ποσότητας ή συχνότητας, αφήνει ένα ίχνος τοξικότητας στον εγκέφαλο. Και ίσως αυτή η γνώση να αποτελέσει την αρχή μιας βαθύτερης πολιτισμικής αλλαγής, όχι απέναντι στην απόλαυση, αλλά απέναντι στην αυταπάτη της «μέτριας» ασφάλειας.