Ελληνικά νησιά εκτός ελέγχου: Ο υπερτουρισμός πλήττει το «καλό όνομα» της χώρας ως προορισμού

Υπερτουρισμός: Γυρίζει μπούμερανγκ ο ελληνικός τουρισμός;

Ταξίδια
Δημοσιεύθηκε  · 6 λεπτά ανάγνωση

Ο φόβος ότι ο τουρισμός, η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας, θα γυρίσει μπούμερανγκ γίνεται ολοένα και πιο έντονος. Ο υπερτουρισμός, η κλιματική κρίση, οι πυρκαγιές και το αυξημένο κόστος διακοπών, που απευθύνονται σε λίγους, σε συνδυασμό με τον συνωστισμό στα νησιά, αφήνουν πλέον εμφανή σημάδια. Η ζημιά αφορά ακριβώς αυτό που κάποτε προσέλκυε τους ταξιδιώτες.

Αφήνοντας για πρακτικούς λόγους στην άκρη το γεγονός ότι οι μισοί Έλληνες δεν μπορούν να κάνουν διακοπές, ας επικεντρωθούμε στον τουρισμό από το εξωτερικό. Ενώ η κυβέρνηση πανηγυρίζει για την αύξηση των εσόδων κατά 12%, οι τουρίστες δεν επιστρέφουν πάντα στις πατρίδες τους με τις καλύτερες εντυπώσεις. Παράλληλα, οι κάτοικοι των νησιών δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις αυξημένες ανάγκες.

Ο υπερτουρισμός επηρεάζει τους κατοίκους, τόσο σε επίπεδο υπηρεσιών όσο και σε επίπεδο φυσικού περιβάλλοντος. Οι συνέπειες είναι ορατές στη φύση, η οποία καταστρέφεται, και στις ελλείψεις νερού.

Χαρακτηριστικός είναι ο τίτλος του περιοδικού Fortune στις αρχές Αυγούστου: «Τα ελληνικά νησιά χαρακτηρίζονται “εκτός ελέγχου” εν μέσω τουριστικής κρίσης το καλοκαίρι». Το ρεπορτάζ εστίαζε στον υπερτουρισμό στην Ύδρα, ένα νησί που συνήθως δεν συγκεντρώνει την προσοχή όπως η Μύκονος, η Σαντορίνη ή η Ρόδος.

Τουρίστες από το εξωτερικό αναφέρθηκαν στο υψηλό κόστος διαμονής – υπάρχουν ξενοδοχεία με τιμές που αγγίζουν τα 1.600 ευρώ τη βραδιά – αλλά και στον συνωστισμό στα δρομάκια και τις παραλίες του νησιού. «Πολύς κόσμος, πολύ άγχος», ανέφερε μια τουρίστρια από τη Γαλλία. «Δεν περάσαμε καλά».

Σύμφωνα με τη Χίλντα Εξιάν, διευθύντρια του ξενοδοχείου «Φαίδρα», «Δεν μπορείς να βρεις ξαπλώστρα ελεύθερη ούτε για δείγμα, ούτε τραπέζι σε εστιατόριο για να φας». Οι μόνιμοι κάτοικοι του νησιού, από την πλευρά τους, βρίσκονται σε δίλημμα, καθώς επιθυμούν την ανάσα του νησιού αλλά και την επιβίωσή τους. Μια Βρετανίδα που οργανώνει βόλτες με άλογα στο νησί διερωτάται: «Δεν έχουμε άλλη βιομηχανία εδώ. Πώς θα ζήσουμε;»

Η Εξιάν τονίζει ότι η Ύδρα «δεν αντέχει άλλο κόσμο» και εύχεται οι δημοσιογράφοι να σταματήσουν να προωθούν το νησί, υποστηρίζοντας ότι είναι «ήδη πιο γνωστή από όσο χρειάζεται».

Αν η Ύδρα αντιμετωπίζει πρόβλημα λόγω της εγγύτητάς της με την Αθήνα και της φήμης που της χάρισε ο Λέναρντ Κοέν, ας εξετάσουμε την περίπτωση της Σύμης, όπως την παρουσιάζει ο Observer.

Σε αυτό το απομακρυσμένο νησί των Δωδεκανήσων, ο υπερτουρισμός είναι ένα καλά γνωστό φαινόμενο. Με μόλις 2.500 μόνιμους κατοίκους, φιλοξενεί περίπου 500.000 τουρίστες ετησίως. Ο δήμαρχος Λευτέρης Παπακαλοδούκας αναφέρει ότι οι δημοτικοί υπάλληλοι αγωνίζονται για να διατηρήσουν το νησί καθαρό, καθώς καθημερινά κατά τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου το επισκέπτονται 1.000-5.000 άτομα.

«Οι περισσότεροι δεν διανυκτερεύουν, κάτι που σημαίνει ότι δεν υπάρχουν έσοδα από τους φόρους ξενοδοχείων. Ωστόσο, οι δημόσιες υπηρεσίες μας δέχονται τεράστια πίεση. Έχουμε φτάσει σε σημείο που ο δήμος πρέπει να αναλάβει δράση», τονίζει ο δήμαρχος, προσθέτοντας: «Αν το σκεφτείτε μόνο με όρους επισκεπτών και μπουκαλιών νερού που καταναλώνουν, είναι πάρα πολλά τα μπουκάλια».

Ο Λευτέρης Παπακαλοδούκας έχει προτείνει την επιβολή φόρου 3 ευρώ στους ημερήσιους εκδρομείς, ο οποίος «θα μπορούσε να προστεθεί στα εισιτήρια των επιβατών και να χρησιμοποιηθεί για την αναβάθμιση της συλλογής και διάθεσης απορριμμάτων, του συστήματος αποχέτευσης, όλων των υπηρεσιών που αυτήν τη στιγμή πληρώνουν μόνο οι κάτοικοι».

«Πρόκειται για βιωσιμότητα και προστασία της γοητείας και της φυσικής ομορφιάς της Σύμης», υπογραμμίζει.

Το πρόβλημα που περιγράφει ο δήμαρχος της Σύμης είναι κοινό και σε άλλες περιοχές. Οι πιέσεις είναι μεγάλες. Η κυβέρνηση, από τις 21 Ιουλίου, έχει επιβάλει τέλος κρουαζιέρας στους επιβάτες που αποβιβάζονται σε ελληνικά λιμάνια από μεγάλα πλοία.

Κατά τη διάρκεια της υψηλής περιόδου, το τέλος κυμαίνεται από 5 έως 20 ευρώ για τα πλοία που δένουν σε νησιά όπως η Σαντορίνη και η Μύκονος. Εκτός από τους τουρίστες που διαμένουν εκεί για τις διακοπές τους, τα δύο αυτά νησιά είναι δημοφιλείς προορισμοί κρουαζιέρας.

Τα πρόσθετα έσοδα αναμένεται να ξεπεράσουν τα 50 εκατομμύρια ευρώ ετησίως και θα χρησιμοποιηθούν για τη βελτίωση των λιμανιών και την υλοποίηση τουριστικών έργων, καθώς και για την ενίσχυση των κονδυλίων που διατίθενται στους δήμους. Αρκεί όμως αυτό;

Η κατάσταση επιδεινώνεται και από τις υψηλές καλοκαιρινές θερμοκρασίες.

Στα τέλη Ιουλίου, όταν ο υδράργυρος στην Αθήνα δεν έπεσε κάτω από τους 40 βαθμούς για επτά συνεχόμενες ημέρες, το υπουργείο Πολιτισμού έκλεισε τους αρχαιολογικούς χώρους. Η Ακρόπολη, πόλος έλξης για τους τουρίστες, επίσης έκλεισε.

Η Αθήνα βιώνει ήδη την τουριστική κρίση. Ο υπερτουρισμός και η αύξηση των καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης έχουν καταστήσει την πρωτεύουσα δύσκολη για τους κατοίκους. Τα ενοίκια έχουν εκτοξευθεί, η πόλη επιβαρύνεται από την κίνηση των επισκεπτών και οι τιμές των ακινήτων αυξάνονται συνεχώς, επιδεινώνοντας την περιβαλλοντική επιβάρυνση σε μια πόλη που αντιμετωπίζει ήδη λειψυδρία.

Σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό και πολεοδόμο Άγγελο Βαρβαρούση, ο υπερτουρισμός απειλεί να επιβάλει μια «μονοκαλλιέργεια» σε πολλά από τα hotspots της Ευρώπης. Μιλώντας στην ελληνοαμερικανική εφημερίδα «Εθνικός Κήρυκας», εξήγησε ότι ο υπερτουρισμός «συνδυάζεται με τη σταδιακή απώλεια και εκτόπιση άλλων κοινωνικών και οικονομικών δραστηριοτήτων». Αυτό σημαίνει ότι καταστήματα και υπηρεσίες που εξυπηρετούσαν τον ντόπιο πληθυσμό μετατρέπονται σε καφέ, εστιατόρια και καταστήματα με τουριστικά είδη.

Ο τουρισμός είναι ζωτικής σημασίας για την οικονομία, αλλά κανείς δεν γνωρίζει αν είναι βιώσιμος όταν μετατρέπεται σε υπερτουρισμό. Η ελληνική οικονομία, όπως και άλλες οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα έσοδα του τουρισμού.

Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2024 καταγράφηκαν 40,7 εκατομμύρια επισκέπτες, αριθμός ρεκόρ που αντιστοιχεί σε τέσσερις φορές τον πληθυσμό της Ελλάδας. Το 2025 αναμένεται να κινηθεί στα ίδια ή και υψηλότερα επίπεδα, ειδικά αν η προσπάθεια του υπουργείου Τουρισμού να διευρύνει το τουριστικό προϊόν προς τις αγορές της Ασίας είναι επιτυχής.

Στα μέσα Ιουλίου, η υπουργός Τουρισμού, Όλγα Κεφαλογιάννη, δήλωσε ότι καταγράφηκε αύξηση εσόδων της τάξης του 12% και σημείωσε ότι η Ελλάδα έχει καταφέρει να γίνει «ένα από τα 10 πιο δημοφιλή μέρη παγκοσμίως». Απέδωσε αυτή την επιτυχία και στην άφιξη τουριστών ακόμη και τον χειμώνα.

Ένας από τους στόχους είναι η διαφοροποίηση του τουρισμού και η ενθάρρυνση δραστηριοτήτων όπως οι καταδύσεις, η πεζοπορία και οι χειμερινές δραστηριότητες. «Προσπαθούμε να προωθήσουμε προορισμούς που είναι λιγότερο γνωστοί διεθνώς», ειδικά στην ηπειρωτική Ελλάδα, δήλωσε η υπουργός Τουρισμού, καθώς και η ανάπτυξη τουρισμού εκτός καλοκαιρινής σεζόν.

Ωστόσο, τι συμβαίνει με τις υποδομές; Σύμφωνα με τον Ηλία Λέκκο, επικεφαλής οικονομολόγο της Τράπεζας Πειραιώς, «Η ζήτηση για τουρισμό στην Ελλάδα έχει ανακάμψει ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν κατά τη διάρκεια της πανδημίας». Επισημαίνει ότι η ελληνική τουριστική βιομηχανία «απαιτεί σημαντικές επενδύσεις, όχι μόνο σε ξενοδοχεία και θέρετρα» αλλά και σε υποδομές, όπως λιμάνια, αεροδρόμια, δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας και εγκαταστάσεις διαχείρισης υδάτων. Εκτίμησε ότι η «αύξηση της χωρητικότητας» δεν μπορεί να είναι βιώσιμη.