Βορίζια: «Δεν μπορούμε να είμαστε γείτονες» – Φόβος για νέα βεντέτα
Έκδηλη είναι η ανησυχία για την επόμενη μέρα στα Βορίζια, μετά το μακελειό του Σαββάτου. Ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις παραμένουν στην περιοχή για την αποφυγή νέων επεισοδίων και αναμένεται περαιτέρω ενίσχυσή τους, με τον αριθμό τους να πλησιάζει πλέον τους τετρακόσιους. Αμφίβολη παραμένει στο μεταξύ η επιστροφή στο χωριό της μητέρας της 56χρονης, που κηδεύτηκε χθες, ενώ η μητέρα του 39χρονου, που έπεσε νεκρός από πυρά της αντίπαλης οικογένειας, απορρίπτει τις προσπάθειες για «σασμό».
«Δεν μπορούμε να είμαστε πια γείτονες» δήλωσαν στο ΕΡΤnews οι συγγενείς του 39χρονου θύματος, οι οποίοι γυρνούν την πλάτη στις προσπάθειες της άλλης πλευράς να βρεθεί λύση και να επικρατήσει η λογική. «Γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες από τις τεράστιες διαφορές που χωρίζουν τις δύο οικογένειες. Αυτό είναι δύσκολο για τη συνύπαρξη των δύο οικογενειών και από εδώ και πέρα αυτό είναι πρόβλημα, τα πράγματα θα είναι πολύ δύσκολα», μετέδωσε η ρεπόρτερ του ΕΡΤnews, Φανή Καλαθάκη. Μετά τη κηδεία του γιου της η μητέρα του είχε δηλώσει σχετικά: «Οκτώ φορές έχει γίνει "σασμός" μεταξύ μας και όλες τις φορές παραβιάστηκε».
Όπως μετέδωσε η ρεπόρτερ, «άκουσαν τις δηλώσεις της άλλης οικογένειας και είπαν ότι δεν επιθυμούν "σασμό". Κάτι πολύ σοβαρό», καθώς η μητέρα της 56χρονης μένει μόλις τρία μέτρα μακριά από τη μητέρα του 39χρονου, δηλαδή οι δύο χαροκαμένες μάνες μένουν σε πολύ κοντινή απόσταση.
Σύμφωνα με δηλώσεις κατοίκων του χωριού, «δεν μπορεί να γίνει τώρα σασμός και δεν μπορεί να επιστρέψει τώρα η οικογένεια των πέντε συλληφθέντων». Μάλιστα, όπως αναφέρουν αστυνομικές πηγές, τα πράγματα είναι ακόμα πολύ νωπά στο χωριό, ενώ η αντιπαλότητα μεταξύ των δύο οικογενειών είναι τεράστια.
Την ίδια ώρα, υπό τον φόβο μιας νέας βεντέτας, ενισχύονται οι αστυνομικές δυνάμεις στο χωριό, το οποίο είναι «ζωσμένο» από 400 αστυνομικούς που περιπολούν σε τρεις βάρδιες. «Υπάρχει περισσότερος θυμός στο χωριό απ’ ότι υπήρχε χθες και ο θρήνος, θα είναι ισχυρότερος όσο περνούν οι μέρες», σημείωσε.
Στο μεταξύ, σε μια προσπάθεια να επιστρέψει η ζωή στην κανονικότητα, τα σχολεία που παρέμεναν κλειστά από την περασμένη Δευτέρα, από σήμερα Τετάρτη 5/11 λειτουργούν με τηλεκπαίδευση, ενώ κανονικά λειτουργούν τα σχολεία στον Ζαρό. Την ίδια ώρα, εν αναμονή της έλευσης των ψυχολόγων είναι τόσο οι γονείς και τα παιδιά που διαβιούν στο χωριό, όσο και οι εκπαιδευτικοί.
Οι Αρχές συνεχίζουν τις έρευνες για τον εντοπισμό του οπλισμού που χρησιμοποιήθηκε στο μακελειό του Σαββάτου, ενώ τα τρία αδέλφια που αναζητούνταν για το φονικό αναμένεται να απαντήσουν στις ερωτήσεις του εισαγγελέα, ο οποίος θα μεταβεί ο ίδιος στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Ηρακλείου.
«Μέχρι στιγμής δεν μιλούν στους αστυνομικούς, καθώς έχει τελειώσει, έτσι κι αλλιώς, το έργο της προανάκρισης, αφού έχουν εκδοθεί τα εντάλματα σύλληψης. Αναμένουμε σήμερα να μεταβεί εδώ ο εισαγγελέας και να ζητήσουν μια 48ωρη προθεσμία μέχρι να απολογηθούν αύριο Πέμπτη. Ενώπιον του ανακριτή, στο Παγνή, θα βρεθούν και τα δυο ξαδέρφια που φρουρούνται τραυματισμένα στο νοσοκομείο», μετέδωσε η απεσταλμένη του ΕΡΤnews, Σπυριδούλα Κακλατζή.
Την ίδια ώρα, το γεγονός ότι ο βενιαμίν της οικογένειας που παραδόθηκε χθες είναι στρατιώτης και είχε άδεια τη μέρα του φονικού περιπλέκει τα πράγματα, καθώς εμπλέκεται και η στρατιωτική δικαιοσύνη.
Αναπάντητο είναι και το ερώτημα σε ποια φυλακή θα πάνε οι κατηγορούμενοι σε περίπτωση που προφυλακιστούν, καθώς στις φυλακές Αλικαρνασσού υπάρχουν συγγενείς του 39χρονου.
Στο μεταξύ, σε κάθε πιθανό και απίθανο σημείο, όπως μνήματα και πηγάδια, επεκτείνονται οι έρευνες -με ανιχνευτές μετάλλων- των Αρχών, προκειμένου να εντοπίσουν τον οπλισμό που χρησιμοποιήθηκε στους πυροβολισμούς, με τους αστυνομικούς να πραγματοποιούν μια πολύ μεγάλη επιχείρηση στον Ψηλορείτη. Ωστόσο, μέχρι και τώρα δεν έχει βρεθεί τίποτα και όσοι γνωρίζουν κάτι δεν μιλούν.
Οι έρευνες αυτές βεβαίως θα συνεχιστούν, όπως θα συνεχιστούν και οι έρευνες για την αποκάλυψη του βομβιστή που ανατίναξε με δυναμίτη την οικία ενός εκ των κατηγορουμένων, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει το νέο σπιράλ της βίας μεταξύ των αντιπάλων οικογενειών.
Μιλώντας από την περιοχή της Αγίας Βαρβάρας, όπου παραδόθηκαν τα τρία αδέλφια, ο ρεπόρτερ Γιώργος Λαμπράκης περιέγραψε πώς οι Αρχές έφτασαν κοντά στους φυγάδες και τους ανάγκασαν να βγουν από τις κρυψώνες τους. Όπως μετέδωσε, το γεγονός ότι ο 19χρονος είναι στρατιώτης και ότι ο ίδιος φέρεται να έχει επικοινωνήσει με τη διοίκηση της μονάδας προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες τις πρώτες ημέρες για να μην επιστρέψει από την άδεια που είχε, είναι ένας παράγοντας που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στο να εντοπιστούν τελικά τα ίχνη του από τις αρχές, όταν πλέον έγινε γνωστό ότι ο 19χρονος ήταν στον Κόκκινο Πύργο αλλά και τα άλλα άτομα στην περιοχή του Τυμπακίου.
Η Αστυνομία είχε εντοπίσει από τα χαράματα ένα ξενοδοχείο στην παραλία του Κόκκινου Πύργου που ανήκε σε φιλικό πρόσωπο των φυγάδων, όπου είχε βρει καταφύγιο ο ένας από τους τρεις. Πραγματοποιήθηκε επιχείρηση όπου εντοπίστηκαν και προσήχθησαν οι ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου, πατέρας και ο 16χρονος γιος του, και το ξενοδοχείο τέθηκε υπό επιτήρηση για την σύλληψη τους ενός φυγά μόλις θα επέστρεφε. Ο εντοπισμός του 19χρονου φυγά έγινε μέσω του στίγματος της κεραίας της κινητής τηλεφωνίας, ενώ οι προσαχθέντες είναι αντιμέτωποι με πιθανή άσκηση διώξεων για υπόθαλψη.
Οι άλλοι δύο φυγάδες, όπως προέκυψε στη συνέχεια, είχαν βρει καταφύγιο σε φιλικό τους σπίτι στο Τυμπάκι. Το μεσημέρι πλέον της Τρίτης, ο επικεφαλής της Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος ήρθε σε επικοινωνία με οικείο τους πρόσωπο που έπαιζε τον ρόλο του διαμεσολαβητή και του διεμήνυσε ότι πλέον είχαν τελειώσει όλα για εκείνους και το μόνο που τους έμενε ήταν να παραδοθούν.
Υπό την πίεση της προσαγωγής των φίλων τους και τη συνεχή πίεση και τις κατ’ οίκον έρευνες σε συγγενείς τους σε όλη την Κρήτη, εν τέλει ζήτησαν από τους αστυνομικούς να σταματήσουν να κάνουν εφόδους και έκλεισαν ραντεβού στις 18:15 σε ένα πρατήριο καυσίμων στις Μοίρες Ηρακλείου, όπου εμφανίστηκαν με ταξί και οι τρεις. Εκεί παραδόθηκαν και συνελήφθησαν, ενώ στην συνέχεια, συνοδεία ισχυρής αστυνομικής δύναμης οδηγήθηκαν στην Αστυνομική Διεύθυνση Ηρακλείου, προς εκτέλεση των ενταλμάτων που έχουν εκδοθεί σε βάρος τους.