
Τσίπρας στη ΔΕΘ: "Η πατρίδα οδηγείται ξανά σε χρεοκοπημένες συνταγές"
Ο Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας στο Συνέδριο του Economist, προειδοποίησε ότι «θα προσπαθήσω να είμαι χρήσιμος για τον προβληματισμό σας, για τον τόπο και το μέλλον του, αλλά αυτό σημαίνει ότι δεν μπορώ να είμαι ευχάριστος. Όποιος θέλει να ακούσει ευχάριστα πράγματα, μπορεί να περιμένει την αυριανή (Σαββατο) ομιλία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ».
Επιμένοντας πολιτικά, και αποφεύγοντας τις προσωπικές επιθέσεις, ο Αλέξης Τσίπρας αποδομεί με στοιχεία και δείκτες το κυβερνητικό αφήγημα περί ανάπτυξης. Η μόνη «παρέκκλιση» ήταν η αναφορά του στην «χυδαία επίθεση του κυβερνητικού εκπροσώπου», λέγοντας ότι «σας ομολογώ, ότι είχα μια ανησυχία, καθώς θέση της κυβέρνησης, που ανακοινώθηκε πριν λίγες μέρες από τον εκπρόσωπό της, είναι πως για όσα λέω ενδιαφέρονται μόνο βιαστές, εμπρηστές και εν γένει εγκληματίες».
Ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης ετοιμάζεται για παροχές στη ΔΕΘ, ο κ. Τσίπρας υποστήριξε ότι στερεί πόρους από την πραγματική οικονομία, επιστρέφοντας ένα μικρό μέρος για ψηφοθηρικούς λόγους, καλύπτοντας μια εκλογική πελατεία.
«Θα επιστρέψει, δηλαδή, ένα μέρος από το τερατώδες πρωτογενές πλεόνασμα, που στο πρώτο επτάμηνο άγγιξε τα 8 δισ. Ενώ για το 2024 ήταν 6,4 δις ευρώ πάνω από τον στόχο» σημείωσε, τονίζοντας ότι τα υπέρογκα αυτά μεγέθη δεν επιβάλλονται ούτε για τους στόχους του προϋπολογισμού, ούτε από δεσμεύσεις στους θεσμούς. Η υπεραπόδοση, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι καρπός υπερφορολόγησης, κυρίως έμμεσων φόρων που επιβαρύνουν τα ευάλωτα και μεσαία εισοδήματα.
«Και ο λόγος αυτής της μόνιμης και διαρκούς επιβάρυνσης δεν είναι η αποκατάσταση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας της χώρας, ή η δημιουργία ενός ικανού ταμειακού αποθέματος ώστε να μπορέσουμε να βγούμε από τα μνημόνια, όπως συνέβη το 16-18» σημείωσε, υπερασπιζόμενος την οικονομική πολιτική της κυβέρνησής του.
«Ο μοναδικός στόχος τώρα είναι η εκλογική πελατεία και η ψηφοθηρία» τόνισε και πρόσθεσε: «Πρόκειται για μία πολιτική – θα την αποκαλούσα δημοσιονομικό μερκαντιλισμό – που συσσωρεύει πόρους που στερεί από τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και την πραγματική οικονομία, ώστε να χρησιμοποιήσει μέρος τους με τη μορφή επιδομάτων και ευκαιριακών παροχών στην προσπάθεια αύξησης της εκλογικής επιρροής». Προεξόφλησε δε ότι αυτή τη φορά η παροχολογία Μητσοτάκη δεν θα πετύχει, γιατί «καμιά εξαγγελία, και καμιά παροχή, γενναία, ή λιγότερο γενναία, δεν πρόκειται να αλλάξει προς το καλύτερο, τη μεγάλη εικόνα. Που είναι όχι μόνο απογοητευτική, αλλά και δυσοίωνη».
Ο πρώην πρωθυπουργός αναφέρθηκε στην ανάγκη αλλαγής οικονομικού και παραγωγικού μοντέλου, προειδοποιώντας ότι «απαιτείται να υπάρξουν αποφάσεις, τώρα, που θα αλλάξουν τη ρότα του σκάφους, γιατί οδηγούμαστε στα βράχια».
Είναι αναγκαίο, όπως τόνισε, «ένα σχέδιο ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων, που θα δώσει τη δυνατότητα να μεταστρέψουμε τη σημερινή πορεία διεύρυνσης των ανισοτήτων, διαρκούς απόκλισης της οικονομίας μας από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και μετατροπής της Ελλάδας σε βαλκανική εκδοχή καθυστέρησης».
Συνέκρινε τη σημερινή κατάσταση της οικονομίας με το τέλος της δικής του πρωθυπουργίας, υπενθυμίζοντας πώς οδήγησαν τη χώρα στα μνημόνια από τα οποία η κυβέρνηση της Αριστεράς κατάφερε να βγάλει τη χώρα πετυχαίνοντας μια πρωτοφανώς ευνοϊκή ρύθμιση του χρέους.
Το 2019 πετύχαμε την έξοδο στο ξέφωτο, είπε χαρακτηριστικά, «μια μεγάλη ευκαιρία για την Ελλάδα να πορευτεί πια χωρίς τις παθογένειες που οδήγησαν στην κρίση». Όμως, σήμερα, η πατρίδα μας πορεύεται για μια ακόμη φορά με πυξίδα τις παλιές χρεοκοπημένες συνταγές.
Εξειδικεύοντας, ο κ. Τσίπρας μίλησε για ρηχή οικονομία, και μια φτηνή και άδικη ανάπτυξη, που βασίζεται στη κατανάλωση λίγων, ένα διαβρωμένο κράτος, και γενικευμένη διαφθορά που ξεκινάει από θύλακες της κυβέρνησης, για αναξιοκρατία, που ξεκινάει από το Μαξίμου και για μεροληψία, που ξεκινάει από την εκτελεστική εξουσία.
Αιχμηρός για το «επιτελικό κράτος της διαφθοράς», αναφέρθηκε και στο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ μιλώντας για επιδοτούμενα κομματικά στελέχη που κυκλοφορούν με πόρσε.
Στη συνέχεια παρέθεσε στοιχεία για κοινωνικούς δείκτες που αποδεικνύουν ότι η κυβερνητική πολιτική είναι ευνοϊκή για τους λίγους και επιζήμια για τους πολλούς. «Πριν την κρίση, το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα ήταν κοντά στο 80%, του μέσου όρου της Ε.Ε. Σήμερα είναι κοντά στο 60%. Ο μέσος μισθός υπολείπεται περισσότερο από 50% από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό, ενώ η αγοραστική δύναμη είναι 30% μικρότερη» ανέφερε.
«Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό των νοικοκυριών κάτω από το κατώφλι της φτώχειας το 2015, ήταν στο 21,4%. Το 2019, το παραδώσαμε στο 17,9%. Και παρά τις ασύγκριτα καλύτερες συνθήκες, η κυβέρνηση Μητσοτάκη «κατάφερε», να το ανεβάσει στο 18,9%. Το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας, ή σε κοινωνικό αποκλεισμό, έφτασε πλέον στο 28,3%. Είναι το μεγαλύτερο μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με εξαίρεση τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία».
Επεκτάθηκε και σε δείκτες ενδεικτικούς για τη λειτουργία του κράτους και των θεσμών: «Είμαστε 24οι στους 27 της ΕΕ στην αποτελεσματικότητα του Δημοσίου. 25οι στην ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης. 26οι σε αγοραστική δύναμη».
Καυστικός ήταν και σε ότι αφορά την αξιοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης από την κυβέρνηση, αφήνοντας αιχμές για τον τρόπο που εκμεταλλεύτηκε τους πόρους αυτούς η κυβέρνηση ευνοώντας συγκεκριμένα συμφέροντα. Τόνισε ότι η κυβέρνηση της ΝΔ έχει την ευθύνη γιατί δεν έκανε τίποτε από αυτά που η οικονομία χρειάζεται και η κοινωνία έχει ανάγκη.
Ο κ. Τσίπρας αναφέρθηκε στο κοινωνικό χάσμα που έχει διευρυνθεί, τον πληθωρισμό, και τη δημιουργία μιας κοινωνίας που χαρακτηρίζει η ανισότητα και η αδικία, αποδίδοντας τα φαινόμενα στις επιλογές της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
«Με μια ακραία κοινωνική μεροληψία, μια βαλκανική θα έλεγα εκδοχή των «trickle down economics», που τη διαπερνά η εκτεταμένη διαφθορά, χτίζει μια κοινωνία που εύλογα και με βάση επίσημα στοιχεία και μετρήσεις, μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει ως κοινωνία των χασμάτων» είπε χαρακτηριστικά. «Τα 1300 ευρώ ενός μισθού σήμερα, αντιστοιχούν σε 900 ευρώ το 2019. Δηλαδή, ο μισθός, έχει χάσει το ένα τρίτο της αξίας του» εξήγησε.
Σε αντίθεση, τόνισε ότι τα καρτέλ και οι «μεγάλοι παίκτες» καταγράφουν τρομακτικά υπερκέρδη. «Μόνο οι δέκα μεγαλύτερες εισηγμένες στο Χρηματιστήριο, είχαν πέρυσι ρεκόρ κερδών δεκαπενταετίας: 11,5 δισεκατομμύρια συνολικά. Έτσι, όμως, ούτε η οικονομία, ούτε η κοινωνία, ούτε η πατρίδα μας μπορεί να αντικρύζει με σιγουριά το μέλλον. Και η άποψη αυτή, δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας αριστερής ιδεοληψίας». Ανάπτυξη χωρίς κοινωνική συνοχή δεν υπήρξε και δεν μπορεί να υπάρξει, κατέληξε.
Στην πατρίδα μας αυτή την εποχή, ανατρέπεται ακόμα και η γνωστή ρήση, ότι μπορεί να μην ευημερούν άνθρωποι, αλλά ευημερούν οι αριθμοί. Ούτε και οι αριθμοί πλέον ευημερούν, είπε αναφερόμενος στο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών που από τα 2,9 δισ. ευρώ το 2019, έφτασε στα 15,1 δισ. ευρώ το 2024.
«Η χώρα μας εισάγει, με δυο λόγια, πέντε φορές περισσότερα αγαθά από όσα εξάγει. Και δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς, πόσο αυτό το στοιχείο υπονομεύει την οικονομία, δημιουργεί μόνιμη ανάγκη εξωτερικής χρηματοδότησης, περιορίζει κάθε δυνατότητα ανεξάρτητης αναπτυξιακής πορείας. Εισάγουμε, υποθηκεύοντας το μέλλον» εξήγησε.
Για ανησυχητικά σημάδια μίλησε και για τις άμεσες ξένες επενδύσεις, ενώ άσκησε κριτική για την ασυλία των καρτέλ σε κρίσιμες αγορές, όπως των καυσίμων και του ρεύματος.
«Αν στα παραπάνω, που εντελώς ενδεικτικά παρέθεσα, συνυπολογίσουμε το υψηλό ιδιωτικό χρέος, την απαξίωση της εργασίας, τη στεγαστική κρίση, την εντεινόμενη κλιματική κρίση και ιδιαίτερα τη δημογραφική γήρανση, τότε θα συνειδητοποιήσουμε, ότι όλα αυτά λειτουργούν σαν SOS για την οικονομία και τη χώρα. Σαν μια τεράστια φωτεινή επιγραφή που αναβοσβήνει πάνω από τη χώρα: Προσοχή, αδιέξοδο!», είπε.
Παρουσίασε τους βασικούς άξονες ενός εναλλακτικού σχεδίου για τη χώρα, για μια συμπεριληπτική ανάπτυξη για μια κοινωνία.
«Αν επιμένουμε να σπέρνουμε κοινωνική αδικία, εργασιακή απορρύθμιση, διαφθορά και απληστία των κερδών, θα θερίσουμε αδιέξοδο και νέα υπαρξιακή κρίση. Δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές, ούτε αρκούν τα συνήθη πολιτικά στερεότυπα για να αντιμετωπίσουν τις επείγουσες προκλήσεις. Η ανάγκη να μπει η χώρα σε ένα άλλο δρόμο, να υιοθετήσει ένα άλλο παραγωγικό πρότυπο, χρειάζεται επιμονή, αγώνα, ακόμα και συγκρούσεις με το παλιό, που από τη φύση του αντιστέκεται. Μια τέτοια θεμελιώδης αλλαγή, δεν μπορεί να επιβληθεί από τα πάνω. Ή μόνο από τα πάνω. Χρειαζόμαστε μια νέα εθνική πυξίδα. Και είναι ανάγκη να συμμετάσχουν στην προσπάθεια αυτή όλες οι παραγωγικές κοινωνικές τάξεις» κατέληξε ο πρώην πρωθυπουργός.