
Σέσιλ Μπίτον: Ο φωτογράφος που έκανε τη λάμψη εξουσία
Στο Λονδίνο, η National Portrait Gallery παρουσιάζει την έκθεση “Cecil Beaton’s Fashionable World”, αφιερωμένη στον φωτογράφο που, μαζί με το Χόλιγουντ, θεμελίωσε τη λατρεία της διασημότητας. Η έκθεση συγκεντρώνει περισσότερα από 250 έργα, αναδεικνύοντας τον άνθρωπο που έκανε την εικόνα πολιτική δύναμη.
Ο Σέσιλ Μπίτον δεν φωτογράφιζε απλώς όμορφους ή επιτυχημένους ανθρώπους. Κατασκεύαζε την ομορφιά ως μορφή ισχύος. Πολύ πριν το Instagram και την αναβάπτιση της μοναρχίας σε lifestyle brand, ο Μπίτον σκηνοθετούσε βασίλισσες και «Bright Young Things» με αμείλικτη θεατρικότητα.
Σνομπ, κουτσομπόλης, ιδιοφυΐα, ο Μπίτον ήθελε τιάρες, Όσκαρ, πάρτι και στήλες κουτσομπολιού. Τα κατέκτησε όλα, οπλισμένος με μια κάμερα και ένα αλάνθαστο ένστικτο για την κοινωνική έννοια της παράστασης.
Η έκθεση εστιάζει στη φωτογραφία μόδας του Μπίτον, στον πυρήνα της καριέρας του και στη βάση για τη μετέπειτα θριαμβευτική του πορεία στο θέατρο, τον κινηματογράφο και το παλάτι. Ο επιμελητής Ρόμπιν Μιούρ συγκεντρώνει περίπου 250 έργα: φωτογραφίες, σχέδια, επιστολές και κοστούμια από το Cecil Beaton Studio Archive και το αρχείο της Condé Nast.
Η διαδρομή ξεκινά με τα εφηβικά πειράματα στο Χάμπστεντ, συνεχίζεται στα χρόνια του Κέιμπριτζ, όπου καλλιέργησε την κλίση του στη μεταμφίεση, και κορυφώνεται με τους «Bright Young Things». Από εκεί, το νήμα οδηγεί στις σελίδες της Vogue, στα ταξίδια σε Νέα Υόρκη και Παρίσι, στη βασιλική αυλή, στις εικόνες του πολέμου, στην έκρηξη χρωμάτων της δεκαετίας του ’50 και στη χολιγουντιανή αποθέωση με τα Όσκαρ για το “My Fair Lady”.
Η έκθεση θέτει ένα ουσιαστικό ερώτημα: πώς ένας σχεδόν αυτοδίδακτος νεαρός εφηύρε τη φωτογραφία ως θέατρο, τη μόδα ως προπαγάνδα και τη γοητεία ως πολιτική;
Κάθε φωτογραφία του Μπίτον είναι αναγνωρίσιμη. Συνδύασε το θεατρικό πορτρέτο της Εδουαρδιανής εποχής με τον ευρωπαϊκό σουρεαλισμό και τον αμερικανικό μοντερνισμό, δίνοντάς τους μια αγγλικής αισθητικής επίστρωση. Τα μοντέλα δεν πόζαραν, έπαιζαν ρόλους. Τα τύλιγε με υφάσματα, τα τοποθετούσε σε σκηνικά, τα έκανε να μοιάζουν με γλυπτά χάρη στον τρόπο που χρησιμοποιούσε το φως.
Οι πρώτες του σελίδες στη Vogue της δεκαετίας του ’20 και ’30 μοιάζουν εκπληκτικά σύγχρονες. Τα ρούχα δεν παρουσιάζονται απλώς, αφηγούνται. Ένα φόρεμα Balmain γίνεται ηρωίδα μιας όπερας. Ένα ταγιέρ Hartnell αποκτά σκηνικό δράμα. Η μόδα αποκτά αφήγηση και ο φωτογράφος γίνεται σκηνοθέτης.
Το Χόλιγουντ ήταν για τον Μπίτον ένας ναός εικόνων, ένας Όλυμπος όπου οι θεοί δεν κρατούσαν κεραυνούς αλλά τσιγάρα και σαμπάνιες. Εκεί βρήκε το ιδανικό του πεδίο. Η Γκρέτα Γκάρμπο, η Μαρλέν Ντίτριχ, ο Γκάρι Κούπερ, η Μέριλιν Μονρόε, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ πόζαραν στον φακό του, όχι για να αποτυπωθεί η πραγματικότητα, αλλά για να κατασκευαστεί ένας μύθος.
Οι φωτογραφίες του δεν ήταν απλώς πορτρέτα σταρ, αλλά τελετουργίες ενθρόνισης. Τους τοποθετούσε σε σκηνοθετημένα σκηνικά, έστηνε το φως σαν θεατρική αυλαία, έδινε στους ηθοποιούς ρόλους πιο μνημειώδεις από αυτούς που ερμήνευσαν στο σινεμά. Έτσι η Μονρόε έγινε αιώνια εύθραυστη, η Χέπμπορν αιωνία αιθέρια, η Τέιλορ αιώνια εκρηκτική.
Ο Μπίτον προσέφερε στο Χόλιγουντ κάτι που δεν μπορούσε να κατακτήσει μόνο του: διάρκεια. Ο κινηματογράφος πρόβαλε τους σταρ σε μια ταινία, αλλά η φωτογραφία του Μπίτον τους αποτύπωνε για πάντα. Αν η βιομηχανία είχε ανάγκη από μύθο, εκείνος ήταν ο προμηθευτής.
Πίσω από αυτή τη διαδικασία κρύβεται και μια κοινωνικοπολιτική αλήθεια. Το Χόλιγουντ του μεταπολέμου ήταν το μαλακό εργαλείο ισχύος (soft power) της Αμερικής. Και ο Μπίτον, Βρετανός με την ευαισθησία του outsider, το ενίσχυσε. Με τις εικόνες του συνέδεσε τη λάμψη των σταρ με το ιδεώδες του αμερικανικού τρόπου ζωής: μια υπόσχεση ομορφιάς, ελευθερίας, αθανασίας.
Εδώ βρίσκεται και η ειρωνεία: ο Μπίτον, ο αιωνίως ανασφαλής δανδής που στα ημερολόγιά του κορόιδευε τον κόσμο στον οποίο ανήκε, ήταν ο πιο πιστός ιερέας αυτού του ναού. Κάθε κλικ του μεταμόρφωνε τους ανθρώπους σε μυθολογικά σύμβολα, χτίζοντας μαζί με το Χόλιγουντ την πρώτη παγκόσμια θρησκεία της εικόνας: τη λατρεία της διασημότητας.
Αν το Χόλιγουντ χάρισε στον Μπίτον την αίγλη, η μοναρχία τού έδωσε κάτι πιο σημαντικό: εξουσία. Οι πρώτες του φωτογραφίες της Ελισάβετ (μετέπειτα Queen Mother), στα τέλη της δεκαετίας του ’30, δεν ήταν απλά πορτρέτα, αλλά μια στρατηγική επικοινωνιακή επινόηση. Η νεαρή βασίλισσα, τυλιγμένη σε δημιουργίες του Norman Hartnell, εμφανίζεται ως το πρόσωπο ενός έθνους που βαδίζει προς τον πόλεμο: μητέρα, σύζυγος, σύμβολο αντοχής και ομορφιάς μέσα στα ερείπια.
Αυτό που έκανε ο Μπίτον ήταν επαναστατικό: ανασχεδίασε τη μοναρχία για τον 20ό αιώνα, αντιλαμβανόμενος ότι δεν αρκούσε πια η απόσταση και το τελετουργικό. Μεταμόρφωσε τους Ουίνδσορ σε εικόνες για τα εξώφυλλα. Σε μια εποχή όπου η φωτογραφία έπαιρνε τα ηνία της κοινής γνώμης, είδε ότι η μοναρχία θα επιβίωνε μόνο αν γινόταν brand.
Οι εικόνες της Πριγκίπισσας Μαργαρίτας το αποδεικνύουν. Την παρουσίασε κάπως βλάσφημα ως την «It girl» της δεκαετίας του ’50, με φρεσκάδα σταρ του σινεμά και χάρη αριστοκράτισσας. Χάρη στο βλέμμα του, η Μαργαρίτα έμοιαζε περισσότερο με fashion icon παρά με πριγκίπισσα. Η αυλή απέκτησε μια αύρα που δεν είχε ποτέ.
Πίσω από την αισθητική, όμως, υπήρχε μια καθαρή πολιτική λειτουργία. Οι φωτογραφίες του Μπίτον έκαναν τη βρετανική μοναρχία εξαγώγιμη. Στην Αμερική, η εικόνα της βασίλισσας βοήθησε να κερδηθεί η κοινή γνώμη και να ενισχυθεί η υποστήριξη προς τη Βρετανία στη διάρκεια του πολέμου. Ήταν δημόσιες σχέσεις σε μια εποχή που το PR δεν είχε ακόμα όνομα.
Ο άνθρωπος που σκηνοθέτησε αυτό το πρώτο βασιλικό «rebranding» ήταν ένας outsider, ένας καλλιτέχνης που δεν ταίριαξε ποτέ απόλυτα στον κόσμο της εξουσίας και που στα ημερολόγιά του ήταν σαρκαστικός απέναντι στους ανθρώπους που τον προσλάμβαναν. Κι όμως, κανείς δεν κατάφερε τόσο αποτελεσματικά να πακετάρει τη μοναρχία ως εικόνα lifestyle.
Σήμερα μιλάμε για «royal brand», για «soft power», για τα social media της Κέιτ. Αλλά ο πρώτος που έστησε τη βασιλική οικογένεια ως εικόνα-προϊόν ήταν ο Σέσιλ Μπίτον, ένας δανδής με μια κάμερα.
Η πιο κρίσιμη δουλειά του δεν έγινε στα πάρτι αλλά κάτω από τις σειρήνες. Το 1940 διορίστηκε επίσημος φωτογράφος του Υπουργείου Πληροφοριών. Η αποστολή του δεν ήταν αντικειμενική, αλλά εξάρτημα της μηχανής προπαγάνδας.
Η φωτογραφία ενός παιδιού στο αναρρωτήριο του East End, με επιδέσμους και βλέμμα καρφωμένο στην κάμερα, έγινε παγκόσμιο σύμβολο. Δημοσιεύτηκε στον αμερικανικό Τύπο και συνέβαλε στη μεταστροφή της κοινής γνώμης υπέρ της Βρετανίας. Ο δανδής της κοινωνίας είχε μετατραπεί σε spin doctor της κυβέρνησης, ένας αποτελεσματικός δημιουργός εργαλείων προπαγάνδας.
Οι εικόνες του από τα ερείπια, τους πυροσβέστες, τις νοσοκόμες, τους στρατιώτες αισθητικοποιούσαν τη φρίκη. Εξιδανίκευσε το θάρρος, ρομαντικοποίησε την καταστροφή, μετέτρεψε την αντοχή σε στυλ. Και πάνω απ’ όλα, έστησε τη μοναρχία ως το υπέρτατο θέατρο επιβίωσης: η Ελισάβετ με δημιουργίες Hartnell, φωτεινή πάνω στα χαλάσματα.
Η ομορφιά έγινε όπλο. Η φωτογραφία, διπλωματία. Ο Μπίτον απέδειξε πως μια εικόνα μπορεί να κινήσει έθνη πιο γρήγορα από έναν λόγο.
Μετά τον πόλεμο, η μόδα αναγεννήθηκε. Αποτύπωσε το «New Look» του Dior, τις δημιουργίες Balmain και Hartnell σε εκτυφλωτικά χρώματα Kodachrome. Οι φωτογραφίες του μοιάζουν με πίνακες ζωγραφικής: Worldly Colour (1948), The Second Age of Beauty is Glamour (1946).
Το αποκορύφωμα ήρθε με τα κοστούμια και τα σκηνικά του “My Fair Lady” και του “Gigi”, κερδίζοντας τρία Όσκαρ. Η σκηνή του Άσκοτ στο “My Fair Lady”, με μαύρα και λευκά κοστούμια σε εκτυφλωτικό σκηνικό, παραμένει η πιο εμβληματική εικόνα Εδουαρδιανής κομψότητας στον κινηματογράφο.
Τα ημερολόγιά του ήταν τόσο διάσημα όσο οι φωτογραφίες του. Σαρκαστικά, ειλικρινή, σκληρά, εξομολογούνταν τον θαυμασμό του για τη Γκάρμπο, τη δυσπιστία του για τον Τρούμαν Καπότε και την ειρωνεία του για τους Ουίνδσορ. Έδειχναν την αγωνία ενός ανθρώπου που διψούσε για αποδοχή αλλά σατίριζε τους πάντες.
Η Βικτόρια Σίνταλ, διευθύντρια της National Portrait Gallery, θυμίζει πως ο Μπίτον υπήρξε το θέμα της πρώτης φωτογραφικής έκθεσης του μουσείου το 1968. Η επιστροφή του σήμερα δείχνει πόσο επίκαιρος παραμένει.
Σε μια εποχή όπου οι εικόνες μας κατακλύζουν, ο Μπίτον μοιάζει προφήτης. Είδε πρώτος ότι η γοητεία δεν είναι διακόσμηση αλλά πολιτική, ότι η ομορφιά μετακινεί αγορές και έθνη.
Πέθανε το 1980, έπειτα από εγκεφαλικό. Τα τελευταία του χρόνια ήταν ήσυχα, μακριά από τα φώτα που ο ίδιος είχε ανάψει. Κι όμως, η επιρροή του είναι παντού: σε κάθε editorial μόδας, σε κάθε πορτρέτο διασημότητας, σε κάθε εικόνα που θεοποιεί την εμφάνιση.
«Θέλω να κάνω τα πάντα να φαίνονται πιο όμορφα απ’ όσο είναι. Γι’ αυτό ζω», έγραψε.
Ο Σέσιλ Μπίτον υπήρξε αντίφαση: ο αισθητιστής που αισθητικοποίησε τη συμφορά, ο διανοούμενος που λαχταρούσε γκλάμουρ. Κατάλαβε, νωρίτερα από όλους, ότι η ομορφιά δεν είναι ποτέ «απλώς» ομορφιά. Είναι ισχύς, καθρέφτης και όπλο, τρόπος να γραφτεί η Ιστορία με φως, κρύβοντας τις τρομακτικές σκιές-αλήθειες.
Περνώντας από την έκθεση, κοιτώντας τη Μονρόε εύθραυστη και την Χέπμπορν αιθέρια, τις βόμβες του Λονδίνου και τις τιάρες του παλατιού, ο επισκέπτης θα δει όχι μόνο φωτογραφίες αλλά τη γέννηση της σύγχρονης εικόνας.