Αρχηγός υπό την επιτροπεία βαρόνων δεν γίνεται

ΠΑΣΟΚ: Εσωκομματικές συγκρούσεις και η μάχη για την ηγεσία

Πολιτική
Δημοσιεύθηκε  · 4 λεπτά ανάγνωση

Μια ματιά στην πολιτική συζήτηση στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ, η οποία εκτυλίσσεται κυρίως στα μέσα ενημέρωσης, αρκεί για να δημιουργηθεί η εντύπωση ενός κόμματος σε κρίση. Παρά την εκλογική επιτυχία και την άνοδο των ποσοστών του, η ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη φαίνεται να αντιμετωπίζει έντονη εσωτερική αμφισβήτηση.

Ένα από τα παράδοξα είναι ότι το ΠΑΣΟΚ έχει μια ηγεσία που έχει επιβεβαιωθεί σε δύο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις και στην οποία αναγνωρίζεται η άνοδος των ποσοστών του κόμματος. Σημαντικό ρόλο έπαιξε η ανάδειξη του Νίκου Ανδρουλάκη, ενός σχετικά νέου προσώπου, που δεν συνδέθηκε με τις «καταστροφικές επιλογές» και τη συμμετοχή σε κυβερνήσεις που ευθύνονται για την οικονομική κρίση.

Παρόλα αυτά, το ΠΑΣΟΚ δεν έχει καταφέρει να εδραιωθεί ως ηγεμονικός πόλος στην κεντροαριστερά. Παρότι αποτελεί κοινοβουλευτικά και δημοσκοπικά την αξιωματική αντιπολίτευση, εν μέρει λόγω της αποδιάρθρωσης του ΣΥΡΙΖΑ, φαίνεται να έχει φτάσει σε ένα εκλογικό «ταβάνι». Αυτό, βέβαια, αποτελεί ένα ευρύτερο πρόβλημα που επηρεάζει όλους τους δημοκρατικούς και προοδευτικούς σχηματισμούς.

Ενδεικτική είναι η στάση της Άννας Διαμαντοπούλου, με συνεχείς δηλώσεις που αμφισβητούν εμμέσως την ηγεσία Ανδρουλάκη. «Είναι ισχυρός αρχηγός ο κ. Ανδρουλάκης», δήλωσε, αλλά «υπάρχουν ζητήματα σε σχέση με την εικόνα του». Μια δήλωση που στοχεύει ξεκάθαρα στην αμφισβήτηση, έστω και με έναν «μανδύα» κομματικής νομιμοφροσύνης.

Ο κ. Γερουλάνος, επίσης διεκδικητής της ηγεσίας, δήλωσε ότι «ίσως ήταν λάθος η άδεια καρέκλα» του Νίκου Ανδρουλάκη στην κηδεία του Νίκου Σαββόπουλου. Μια δήλωση που συντονίζεται με την κυβερνητική ρητορική, παρότι γνωρίζει ότι επρόκειτο για κηδεία δημοσία δαπάνη και όχι κηδεία με τιμές πρωθυπουργού ή αρχηγού κράτους, όπου θα έπρεπε να υπάρχουν θέσεις για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Ακόμη και ο δήμαρχος Αθηναίων, κ. Δούκας, συνεχίζει να κινείται σαν να είναι ανοιχτό το πεδίο ανάδειξης της ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ και στην κεντροαριστερά συνολικότερα.

Παρά τις διαφορετικές τοποθετήσεις, υπάρχει μια κοινή αντίληψη ότι η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ πρέπει να βρίσκεται υπό την επιτροπεία των κομματικών «βαρόνων». Αυτό όμως αποτελεί συνταγή αποτυχίας, καθώς δημιουργεί την εικόνα ενός αδύναμου κόμματος που δεν μπορεί να κυβερνήσει τη χώρα.

Επιπλέον, ο συντονισμός ορισμένων τοποθετήσεων με την κυβερνητική γραμμή δημιουργεί την αίσθηση ότι το ΠΑΣΟΚ επιδιώκει να γίνει ένας πιθανός σύμμαχος της Νέας Δημοκρατίας, ιδίως καθώς οι δημοσκοπήσεις δείχνουν αδυναμία αυτοδυναμίας. Κάτι τέτοιο όμως οδηγεί σε ένα «μικρό» κόμμα και δεν απαντά στην ανάγκη για έναν αντίπαλο πόλο στην κυβερνητική παράταξη.

Η εικόνα μιας παράταξης όπου η αμφισβήτηση της ηγεσίας ξεκινά αμέσως μετά την εκλογή του αρχηγού διευκολύνει την κυβερνητική ρητορική ότι «η ΝΔ μπορεί να έχει προβλήματα, αλλά παραμένει συγκροτημένη, ενώ η αντιπολίτευση είναι σκορποχώρι».

Αυτή η κατάσταση αναδεικνύει ένα ευρύτερο πρόβλημα σχετικά με τη μεταμόρφωση της δημόσιας σφαίρας, όπου έχουν ξεχαστεί βασικές αρχές και όπου η ανάδειξη στην ηγεσία θεωρείται αποτέλεσμα αποτελεσματικής αναρρίχησης και καλής επικοινωνίας, και όχι στρατηγικής ικανότητας και δυνατότητας συνομιλίας με την κοινωνία.

Σε αυτό το πλαίσιο, έχει ενδιαφέρον να δει κανείς ποια μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ «οργώνουν» τις εκλογικές τους περιφέρειες όταν δεν είναι στη Βουλή, συνήθως νέα στελέχη που δίνουν τη μάχη, και ποια παλαιότερα στελέχη θεωρούν ότι αρκεί να εμφανίζονται σε ενημερωτικές εκπομπές ή να κάνουν αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η αντίθεση ανάμεσα σε αυτές τις δύο κατηγορίες στελεχών εξηγεί το πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα το ΠΑΣΟΚ.

Το ζήτημα δεν είναι μόνο εάν κάποια στελέχη εργάζονται για το καλό της παράταξης ή επιδιώκουν την ατομική τους ανέλιξη, αλλά και το ότι ορισμένοι δεν συμπεριφέρονται σαν να θέλουν να ηγηθούν μιας μεγάλης παράταξης, αλλά απλώς να κατοχυρωθούν ως πολιτικά στελέχη ενός συστήματος διακυβέρνησης που θα στέκεται απέναντι στα «άκρα» και θα περιλαμβάνει τη Νέα Δημοκρατία. Η επιτροπεία που επιδιώκουν στοχεύει να διατηρήσει το ΠΑΣΟΚ σε αυτό το πλαίσιο, αδιαφορώντας για το ότι ήταν αυτή η λογική που το οδήγησε σε μονοψήφια ποσοστά.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η επίλυση των προβλημάτων του ΠΑΣΟΚ εξαρτάται μόνο από την απουσία αμφισβήτησης της ηγεσίας. Το πρόβλημα είναι βαθύτερο και αφορά το ρήγμα στη σχέση εκπροσώπησης με σημαντικό μέρος των λαϊκών στρωμάτων, καθώς και την αδυναμία να παρουσιάσει ένα στίγμα εναλλακτικής διακυβέρνησης, παρά την ύπαρξη ικανών στελεχών και καλών προτάσεων.

Όλα αυτά εξηγούν την ανάγκη για ευρύτερη ανασύνθεση και μετασχηματισμό του δημοκρατικού προοδευτικού χώρου, καθώς και την υπέρβαση των σημερινών σχημάτων. Η υπέρβαση, όμως, δεν σημαίνει καταστροφή, ούτε λογικές που ανήκουν στη φεουδαρχία και όχι στη δημοκρατία.