
Μικρές επιχειρήσεις: «Καμπανάκι» για ύφεση και λουκέτα – Τι αποκαλύπτει η έκθεση
Η νέα έκθεση του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις προειδοποιεί ότι το οικονομικό κλίμα επιδεινώνεται δραματικά, αμφισβητώντας την κυβερνητική αφήγηση περί «ανάπτυξης για όλους».
Μελετώντας τα ευρήματα, η αναζήτηση για θετικά σημάδια είναι επίπονη. Στην καλύτερη περίπτωση, εντοπίζονται ενδείξεις ανθεκτικότητας και προσεκτικής διαχείρισης. Για παράδειγμα, οι μικρές επιχειρήσεις με ληξιπρόθεσμες οφειλές μειώθηκαν από 32% σε 24%. Αυτό καταδεικνύει την αγωνιώδη προσπάθεια να διαχειριστούν τις υποχρεώσεις τους και να παραμείνουν βιώσιμες.
Ωστόσο, οι επιχειρηματικές προσδοκίες φθίνουν. Σχεδόν τέσσερις στις δέκα επιχειρήσεις εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο αναστολής λειτουργίας. Ειδικότερα, το 19,3% των επιχειρήσεων προβλέπει ότι είναι πολύ πιθανό να διακόψει τη λειτουργία του στο άμεσο μέλλον, ενώ το 18,2% θεωρούν ότι είναι αρκετά πιθανό να συμβεί το ίδιο.
Δεν θα ήταν δίκαιο να αποδώσουμε την απαισιοδοξία των μικρών επιχειρήσεων στη συνηθισμένη απαισιοδοξία των Ελλήνων εμπόρων, οι οποίοι συχνά παραπονιούνται, αλλά τελικά επιβιώνουν.
Τα μηνύματα είναι ανησυχητικά για την ελληνική οικονομία, όπου οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (με 0 έως 49 εργαζομένους) αποτελούν το 99,6% του συνόλου.
Οι οικονομολόγοι που συνέταξαν την έκθεση του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ επισημαίνουν ότι υπάρχουν ενδείξεις επιβράδυνσης της εγχώριας ζήτησης, η οποία επηρεάζει κυρίως κλάδους με υψηλή συγκέντρωση μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, όπως το λιανεμπόριο και η εστίαση.
Ο κίνδυνος στασιμότητας ή και ύφεσης σε συγκεκριμένους τομείς είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Οι συνέπειες δεν θα περιοριστούν μόνο στα μικρά καταστήματα, αλλά θα έχουν και επικίνδυνες δευτερογενείς επιπτώσεις στην απασχόληση, την παραγωγή, τη ζήτηση και την κατανάλωση.
Η έκθεση προειδοποιεί για τρία σημαντικά ζητήματα:
Πρώτον, η μείωση της ρευστότητας θυμίζει τα επίπεδα του 2018, όταν η έλλειψη χρηματοδοτικών πόρων οδήγησε σε συρρίκνωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Δεύτερον, καταγράφεται ρεκόρ τετραετίας στη μείωση της ζήτησης και των παραγγελιών προς τους προμηθευτές. Περισσότερες από μία στις δύο επιχειρήσεις (50,7%) αναφέρουν ότι η ζήτηση μειώθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2025, ποσοστό σημαντικά αυξημένο σε σύγκριση με το δεύτερο εξάμηνο του 2024 (38,1%).
Τέλος, υπάρχουν διαφοροποιήσεις ακόμα και μεταξύ των μικρών επιχειρήσεων. Το μικρό λιανεμπόριο, η εστίαση και οι επιχειρήσεις με τζίρο κάτω από 50.000 ευρώ αντιμετωπίζουν αυξημένες δυσκολίες, όπως προβλήματα βιωσιμότητας, έλλειψη ρευστότητας και συσσώρευση χρεών.
Ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, Γιώργος Καββαθάς, τόνισε ότι η σημαντικότερη διαπίστωση είναι η σημαντική επιδείνωση του οικονομικού κλίματος, το οποίο υποχώρησε από τις 69 στις 47 μονάδες βάσης, σημειώνοντας πτώση κατά 12 μονάδες (-30%).
Αυτός είναι ένας πρώιμος δείκτης που υποδεικνύει ότι η οικονομία οδεύει προς στασιμότητα ή ακόμα και ύφεση.
Ο δείκτης οικονομικού κλίματος είναι ένας σύνθετος δείκτης που προκύπτει από τον συνδυασμό διαφόρων παραγόντων, όπως η μείωση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων, το υψηλό λειτουργικό κόστος, η χαμηλή ρευστότητα και η περιορισμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση. Ακόμη και ο δείκτης προσδοκιών υποχώρησε ελαφρά στις 58 μονάδες βάσης, επιβεβαιώνοντας το κλίμα ανασφάλειας που βιώνουν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η εστίαση έχει καταγράψει αθροιστική πτώση του τζίρου κατά 4,75% το πρώτο εξάμηνο του 2025. Στη συνέχεια, σημειώθηκε περαιτέρω πτώση του κύκλου εργασιών κατά περίπου 1,2%, παρά την τουριστική περίοδο. Ωστόσο, εκτιμάται ότι η πραγματική πτώση του κύκλου εργασιών κυμαίνεται μεταξύ 10% και 20%.
Στον κλάδο της εστίασης, το λειτουργικό κόστος έχει αυξηθεί κατά μέσο όρο κατά 39,7% την τελευταία τριετία, ενώ οι τιμές έχουν αυξηθεί κατά μέσο όρο κατά 15% την ίδια περίοδο. Αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις έχουν απορροφήσει το μεγαλύτερο μέρος των αυξήσεων του λειτουργικού κόστους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία έρευνας του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ για τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις.
Συνολικά, το 43,2% των επιχειρήσεων εστίασης έχουν μία ή περισσότερες ληξιπρόθεσμες οφειλές, σε σύγκριση με το 24,2% του συνόλου των επιχειρήσεων. Επιπλέον, τα ταμειακά διαθέσιμα της εστίασης είναι πολύ πιο περιορισμένα, με το 36,8% να μην έχει καθόλου ταμειακά διαθέσιμα και το 26,3% να έχει διαθέσιμα που επαρκούν για έναν μήνα το πολύ (σε σύγκριση με 26,8% και 22% αντίστοιχα για το σύνολο των επιχειρήσεων).
Σύμφωνα με τον κ. Καββαθά, υπήρξε δυσανάλογη αύξηση στο λειτουργικό κόστος, ιδίως στο ενεργειακό, το οποίο έχει σχεδόν διπλασιαστεί. Επιπλέον, οι αυξήσεις στη μισθοδοσία και στο μη μισθολογικό κόστος, σε συνδυασμό με την αύξηση των πρώτων υλών, επιδεινώνουν την κατάσταση. Για παράδειγμα, το μοσχαρίσιο κρέας που πριν από ενάμιση χρόνο αγοραζόταν με 8-9 ευρώ, σήμερα κοστίζει 15 ευρώ, ενώ η φέτα έχει αυξηθεί από 7-8 ευρώ σε 15 ευρώ.
Στην έρευνα του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ επισημαίνεται ότι το 56,7% των επιχειρήσεων δήλωσε περαιτέρω μείωση της ρευστότητας το πρώτο εξάμηνο του 2025, εικόνα που παραπέμπει στις συνθήκες του δεύτερου εξαμήνου του 2018.
«Η επανάληψη αυτού του μοτίβου υποδηλώνει την ύπαρξη διαρθρωτικών προβλημάτων και αναδεικνύει τον κίνδυνο δημιουργίας ενός φαύλου κύκλου περιορισμένης ρευστότητας, μειωμένων επενδύσεων και συρρίκνωσης της παραγωγικής βάσης», προειδοποιούν οι συντάκτες της έκθεσης.
Η έλλειψη ρευστότητας σημαίνει ότι, από το σύνολο των 800.000 και πλέον επιχειρήσεων, μόνο το 6,5% (περίπου 65.000 επιχειρήσεις) έχουν πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό.
Ένα δεύτερο χρηματοδοτικό εργαλείο είναι τα προγράμματα ΕΣΠΑ. Ωστόσο, λόγω των ετήσιων μονάδων εργασίας που απαιτούνται στα περισσότερα προγράμματα (πλήρης 12άμηνη απασχόληση για τουλάχιστον δύο ή πέντε άτομα, ανάλογα με το πρόγραμμα), αποκλείεται το σύνολο των αυτοαπασχολούμενων, δηλαδή 400.000 επιχειρήσεις, καθώς και το 75% των ατομικών επιχειρήσεων, που ανέρχονται σε περίπου 290.000.
Συνεπώς, από το σύνολο των 800.000 επιχειρήσεων, οι 700.000 είναι αποκλεισμένες από τη χρηματοδότηση, τόσο από το ΕΣΠΑ όσο και από άλλες πηγές.
«Δεν έχουμε πρόσβαση στις συστημικές τράπεζες, δεν έχουμε χρηματοδότηση από την Αναπτυξιακή Τράπεζα, που έχει τα ίδια κριτήρια, αποκλείομαι από το ΕΣΠΑ, το Ταμείο Ανάκαμψης είναι νεκρό για εμάς. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει σχεδιασμός για εμάς μέχρι στιγμής, παρά τα όσα λέγονται για το παραγωγικό μοντέλο», τονίζει ο κ. Καββαθάς.
Αυτό συνδέεται άμεσα με το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών. Δεδομένου ότι τα νοικοκυριά αγωνίζονται να καλύψουν τις βασικές ανάγκες τους, δεν απομένει διαθέσιμο εισόδημα για κατανάλωση εκτός σπιτιού, όπως παρατηρείται ακόμη και κατά τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου, ακόμη και στους ξένους τουρίστες από χώρες της ΕΕ.
«Δεν θέλουμε άλλη συμπάθεια. Θέλουμε πράξεις», δηλώνει χαρακτηριστικά ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ. Στον φορολογικό τομέα, σημαντικές πράξεις θα ήταν η κατάργηση του τεκμαρτού τρόπου υπολογισμού του φόρου εισοδήματος για τα φυσικά πρόσωπα, τις ατομικές επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους, καθώς και η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, ενός μνημονιακού νόμου που θεσπίστηκε το 2011 ως προσωρινό μέτρο και εξακολουθεί να ισχύει. Επιπλέον, θα πρέπει να γίνει τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας.
Ειδικά για την εστίαση, ο πρωθυπουργός πρέπει να τηρήσει την προεκλογική εξαγγελία του 2019 για ενιαίο συντελεστή ΦΠΑ στον κλάδο. Ενώ είχε υποσχεθεί ενιαίο ΦΠΑ 13% σε όλη την εστίαση και μείωση στο 11% εντός διετίας, το 2024 αυξήθηκε ο συντελεστής ΦΠΑ στο 24% για τα μη αλκοολούχα ποτά και τον καφέ.
Επιπλέον, απαιτείται ειδική παρέμβαση στο κόστος ενέργειας. Η κυβέρνηση πρέπει να παρέμβει στον τρόπο καθορισμού της τιμής της μεγαβατώρας, η οποία σήμερα βασίζεται στην ακριβότερη τιμή παρόχου και όχι στον μέσο όρο των παρόχων.
Τέλος, πρέπει να υπάρξει ρύθμιση για το ιδιωτικό χρέος, με 120 δόσεις, απομείωση του χρέους στο μέρος που αφορά πρόστιμα και προσαυξήσεις, καθώς και απομείωση μέρους του κεφαλαίου των χρεών που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Το μέτρο της συγχώνευσης δεν αφορά τις μικρές επιχειρήσεις. Αντίθετα, οι μικρές επιχειρήσεις μπορούν να μειώσουν τα κόστη και να γίνουν ανταγωνιστικότερες μέσω συνεργατικών σχηματισμών (clusters), για τους οποίους όμως λείπει η σχετική νομοθεσία.
Είναι σημαντικό να καταρριφθεί ο μύθος ότι στην Ελλάδα υπάρχουν πάρα πολλές μικρές επιχειρήσεις. Στην ΕΕ των 27, οι μικρομεσαίες, μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις αποτελούν το 99,8% του συνόλου, ενώ στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό είναι 99,9%. Η διαφορά είναι μόλις 0,1%.
Δυστυχώς, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Ελλάδα έχει επιλέξει να γίνει μια μεταπρατική οικονομία, εισάγοντας και πουλώντας προϊόντα. Παρά τις προσπάθειες, δεν έχει υπάρξει ουσιαστικός σχεδιασμός για την ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης της χώρας.
Η έλλειψη στιβαρής βαριάς βιομηχανίας, βιοτεχνίας και επαρκούς πρωτογενούς παραγωγής εμποδίζει την Ελλάδα να αξιοποιήσει τις δυνατότητές της και να γίνει η «Καλιφόρνια της Ευρώπης». Ο αγροτικός και κτηνοτροφικός τομέας συρρικνώνονται αντί να αναπτύσσονται, ενώ το έλλειμμα του ισοζυγίου αυξάνεται τα τελευταία τρία χρόνια.
«Αυτό είναι ένα αφήγημα που το είδαμε και το 2012 με την έκθεση της McKinsey που έδειξε εμάς (τις ΜμΕ) ως διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας. Κατά τη διάρκεια της δημοσιονομικής – οικονομικής κρίσης έκλεισαν 220.000 επιχειρήσεις – μικρομεσαίες, μικρές και πολύ μικρές», καταλήγει ο κ. Καββαθάς.
Επίσης, σημειώνει πως χάθηκαν 800.000 θέσεις εργασίας. «Αν όντως το διαθρωτικό πρόβλημα της οικονομίας ήταν η δομή της ελληνικής επιχειρηματικότητας, θα το είχαμε λύσει. Πρέπει να προσεγγίσουμε το ζήτημα με στοιχεία οικονομικής δημοκρατίας. Έχει μια μικρή επιχείρηση τις ίδιες ευκαιρίες με μια μεγάλη; Μπορεί να δανειστεί για παράδειγμα με επιτόκιο 4% ή θα δανειστεί με 8% και 10%; Άρα πώς θα γίνει ανταγωνιστική, είτε εσωτερικά είτε σε ευρωπαϊκό επίπεδο;»