
Κολπική μαρμαρυγή: Νέα εξέταση φέρνει αλλαγές στην πρόληψη εγκεφαλικών!
Η κολπική μαρμαρυγή συνδέεται άμεσα με αυξημένο κίνδυνο εγκεφαλικού, καρδιακής ανεπάρκειας και πρόωρου θανάτου. Τα καρδιοεμβολικά εγκεφαλικά, που προκαλούνται από την κολπική μαρμαρυγή, αντιπροσωπεύουν έως και το ένα τρίτο των ισχαιμικών εγκεφαλικών επεισοδίων. Η αντιπηκτική αγωγή μειώνει τον κίνδυνο εγκεφαλικού κατά περίπου δύο τρίτα και τη θνησιμότητα από κάθε αιτία κατά 25%.
Η κολπική μαρμαρυγή συχνά είναι ασυμπτωματική, καθιστώντας την ανίχνευσή της πρόκληση. Όμως, η απουσία συμπτωμάτων δεν μειώνει τον κίνδυνο εγκεφαλικού, ούτε την ανάγκη για αντιπηκτική αγωγή.
Η έγκαιρη ανίχνευση της κολπικής μαρμαρυγής είναι ζωτικής σημασίας για την πρόληψη των εγκεφαλικών επεισοδίων μέσω της αντιπηκτικής αγωγής. Στην Ευρώπη, συνιστάται η συνεχής ηλεκτροκαρδιογραφική παρακολούθηση σε ασθενείς υψηλού κινδύνου, ενώ στις ΗΠΑ δεν υπάρχουν αντίστοιχες οδηγίες.
Βρετανοί επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και το Imperial College του Λονδίνου διερεύνησαν τη μακροπρόθεσμη επίδραση στη διάγνωση της κολπικής μαρμαρυγής σε ηλικιωμένους με μέτριο έως υψηλό κίνδυνο εγκεφαλικού. Στη μελέτη συμμετείχαν 5040 άτομα από την πρωτοβάθμια περίθαλψη. Οι μισοί από αυτούς χρησιμοποίησαν ένα 14ήμερο αυτοκόλλητο μετρητή, που κατέγραφε συνεχώς το ηλεκτροκαρδιογράφημα. Ο μετρητής εστάλη στα σπίτια τους με ταχυδρομείο, μαζί με ένα εκπαιδευτικό βίντεο.
Η μελέτη AMALFI, που διήρκεσε 2,5 χρόνια, έδειξε ότι η πρώιμη διάγνωση της κολπικής μαρμαρυγής ήταν 6,8% στην ομάδα που χρησιμοποίησε τον 14ήμερο καρδιογράφο, έναντι 5,4% στην ομάδα ελέγχου. Η κλινική μελέτη επέλεξε τυχαία ασθενείς από 27 ιατρεία πρωτοβάθμιας περίθαλψης στο Ηνωμένο Βασίλειο από τις 2 Μαΐου 2019 έως τις 28 Φεβρουαρίου 2022. Όλα τα άτομα ήταν ηλικίας 65 ετών και άνω, με υψηλό θρομβοεμβολικό κίνδυνο και χωρίς ιστορικό κολπικής μαρμαρυγής.
Από τα 22044 άτομα που προσκλήθηκαν, επιλέχθηκαν τυχαία τα 5040 (22,9%). Η μέση ηλικία των συμμετεχόντων ήταν 78 έτη, το 47% ήταν γυναίκες και η διάμεση βαθμολογία θρομβοεμβολικού κινδύνου ήταν 4. Συνολικά 2126 συμμετέχοντες (84,4%) φόρεσαν και επέστρεψαν το αυτοκόλλητο μόνιτορ. Η κολπική μαρμαρυγή ανιχνεύθηκε με το αυτοκόλλητο μόνιτορ σε 89 συμμετέχοντες (4,2%), το 55% των οποίων είχε επιβάρυνση κολπικής μαρμαρυγής λιγότερο από 10%. Μετά από 2,5 χρόνια, ένα ιστορικό κολπικής μαρμαρυγής μετά την τυχαιοποίηση υπήρχε σε 172 άτομα (6,8%) στην ομάδα παρέμβασης έναντι 136 (5,4%) στην ομάδα ελέγχου.
Στα 2,5 χρόνια παρακολούθησης, οι ασθενείς της ομάδας παρέμβασης πήραν αντιπηκτική αγωγή για 1,63 μήνες και στην ομάδα ελέγχου για 1,14 μήνες. Εγκεφαλικό επεισόδιο εμφανίστηκε σε 69 συμμετέχοντες (2,7%) στην ομάδα παρέμβασης και σε 64 (2,5%) στην ομάδα ελέγχου.
Η μελέτη AMALFI έδειξε ότι η εξ αποστάσεως παρακολούθηση της κολπικής μαρμαρυγής με ένα 14ήμερο αυτοκόλλητο καρδιογράφο οδήγησε σε μέτρια αύξηση στη διάγνωση και στη χορήγηση αντιπηκτικής αγωγής.
Παρόλο που η μελέτη πέτυχε το κύριο καταληκτικό της σημείο, οι ερευνητές σημείωσαν ότι παρόμοιες μελέτες δεν έχουν δείξει αύξηση στην ανίχνευση της κολπικής μαρμαρυγής με φορητές συσκευές ηλεκτροκαρδιογραφήματος, σε σύγκριση με την καθιερωμένη περίθαλψη. Οι φορητές συσκευές μπορούν να ανιχνεύσουν την ακανόνιστη συχνότητα του σφυγμού, αλλά η ακρίβειά τους για τη διάγνωση της κολπικής μαρμαρυγής είναι χαμηλή για συστηματικό έλεγχο του πληθυσμού.
Οι ερευνητές κατέληξαν ότι παραμένει η αβεβαιότητα σχετικά με το εάν ο έλεγχος για την κολπική μαρμαρυγή έχει αποδεδειγμένα οφέλη, ποια είναι η βέλτιστη μέθοδος ελέγχου και ποιος θα ελεγχθεί. Ταυτόχρονα, η AMALFI έδειξε απλοποίηση της παροχής υπηρεσιών, συμπεριλαμβάνοντας άτομα με λιγότερες πιθανότητες πρόσβασης σε περίθαλψη και ελαχιστοποίηση του κόστους σε ένα μελλοντικό εθνικό πρόγραμμα ελέγχου.
Η μελέτη δικαιολογεί τη διερεύνηση πιθανής ασυμπτωματικής κολπικής μαρμαρυγής και χορήγηση αντιπηκτικής αγωγής σε πληθυσμό με μέτριο ή υψηλό κίνδυνο θρόμβωσης. Η ενδεχόμενη ανίχνευση κολπικής μαρμαρυγής θα μπορούσε να αποτελεί δείκτη λανθάνουσας καρδιακής ανεπάρκειας ή υψηλού αγγειακού κινδύνου και να οδηγήσει στην έναρξη κατάλληλων θεραπειών που θα μπορούσαν να βελτιώσουν ανεξάρτητα την πρόγνωση.