
Η "Οικία Κοκοβίκου" στην Πλάκα γίνεται κινηματογραφική όαση!
Ένα διατηρητέο ακίνητο στην Πλάκα, που στέγασε την κινηματογραφική «Οικία Κοκοβίκου», θα μετατραπεί σε χώρο προβολής ταινιών του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Το σπίτι βρίσκεται στην οδό Τριπόδων 32, την αρχαιότερη οδό της Αθήνας, και αποτελεί ένα από τα παλαιότερα σπίτια της πρωτεύουσας. Το λαϊκό αρχιτεκτόνημα του 19ου αιώνα, με την κεραμοσκεπή ανωδομή του από ξύλο σε δύο επίπεδα, ξεχωρίζει για το κλειστό και ανοικτό χαγιάτι του, χαρακτηριστικό του παλαιού αθηναϊκού σπιτιού.
Το σπίτι αυτό, γνωστό στο πανελλήνιο από την ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» (1965) με τον Γιώργο Κωνσταντίνου και τη Μάρω Κοντού, θα αποκατασταθεί από το υπουργείο Πολιτισμού και θα μετατραπεί σε πολιτιστικό χώρο προβολής ταινιών του ελληνικού κινηματογράφου. Η «Οικία Κοκοβίκου», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην ανακοίνωση του ΥΠΠΟ, θα ενταχθεί στην πολιτιστική ζωή της Αθήνας με πόρους του υπουργείου και χρηματοδότηση από το ΠΕΠ Αττικής – ΕΣΠΑ 2021-2027 ύψους 1.700.000 ευρώ. Η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη δήλωσε ότι αυτό είναι απόρροια της καλής συνεργασίας με την Περιφέρεια Αττικής και τον περιφερειάρχη Νίκο Χαρδαλιά, στο πλαίσιο «της ενίσχυσης και αναβάθμισης της πολιτιστικής φυσιογνωμίας της πρωτεύουσας και της Αττικής».
Το έργο εντάσσεται σε μια σειρά αποκαταστάσεων διατηρητέων κτιρίων της Πλάκας, ιδιοκτησίας του ΥΠΠΟ, όπως η Οικία Κωλέττη στην οδό Πολυγνώτου 13, το Σπίτι του Ελύτη στην οδό Διοσκούρων 4 και Πολυγνώτου, το κτίριο της οδού Διοσκούρων 7 στο οποίο θα στεγαστεί το Μουσείο Καρόλου Κουν και το τελευταίο σπίτι του Κωστή Παλαμά, στην οδό Περιάνδρου 5. Η προσθήκη της «Οικίας Κοκοβίκου» δημιουργεί μια άτυπη σειρά επεμβάσεων και αποκαταστάσεων σπιτιών της Πλάκας συνδεόμενων με τον πολιτισμό. «Δημιουργούμε έναν πυρήνα κτιριακών υποδομών για πολιτιστικές χρήσεις, αναδεικνύοντας τις διαφορετικές εκφάνσεις και εποχές της ιστορίας των Αθηνών», αναφέρει η υπουργός Πολιτισμού.
Το κτίριο της οδού Τριπόδων βρίσκεται τα τελευταία χρόνια σε ερειπιώδη κατάσταση. Εντυπωσιάζει με τον όγκο και το ύψος του, καθώς ανέρχεται σε τρία επίπεδα και απλώνεται στο βάθος του οικοπέδου με συνοδά κτίσματα. Το υπουργείο επισημαίνει ότι η ιστορική εικόνα του κτιρίου θα αποκατασταθεί, μαζί με το βασικό συνοδό κτίσμα, ένα μεγάλο μέρος της αυλής και το μέτωπο του οικοπέδου επί της Τριπόδων. Ανασυστήνεται συνεπώς η τυπολογία του παλαιότατου κτίσματος, συνολικής επιφανείας 266 τ.μ., που παραπέμπει στην καθημερινή ζωή της Αθήνας των αρχών του 19ου αιώνα στα τελευταία χρόνια της Οθωμανοκρατίας.
Δεν υπάρχει ακριβής χρονολόγηση του σπιτιού, αλλά το υπουργείο αναφέρει πως η παρουσία του κυρίως κτιρίου μαζί με τα προσκτίσματά του τεκμηριώνεται την περίοδο 1836-37. Στην αυλή και σε χαμηλότερη στάθμη του κτιρίου σώζονται ορατά λείψανα αρχαιοτήτων, δημιουργώντας ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον παλίμψηστο εποχών, φαινόμενο συνηθισμένο στην Πλάκα και ειδικά στην αρχαία οδό Τριπόδων.
Μία από τις πιο γοητευτικές παραμέτρους του σπιτιού της οδού Τριπόδων 32 είναι η διάσωση της δομής και της τυπολογίας του παλαιού, λεγόμενου, αθηναϊκού σπιτιού. Είναι ένας όρος που καθιερώθηκε για να δηλώσει και να ξεχωρίσει τα παλαιότατα οικήματα που σώζονταν διάσπαρτα έως και τη δεκαετία του ’60 σε διάφορες περιοχές των Αθηνών.
Πρόκειται για σπίτια της τοπικής αθηναϊκής παράδοσης που έλκουν την καταγωγή τους από τους αρχαίους χρόνους με ημιυπαίθριο βίο. Στη διάρκεια των οθωμανικών χρόνων εξελίχθηκαν στο τυπικό αθηναϊκό σπίτι με χαγιάτι και αυλή. Εμφανίζονταν σε λαϊκό και αστικό τύπο, ανάλογα με την κοινωνική κλίμακα. Είναι σπίτια της προνεωτερικής Αθήνας, παλαιότερα των πρώτων νεοκλασικών που εισήγαγαν στην πρωτεύουσα την εκσυγχρονισμένη ζωή του 19ου αιώνα σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα.
Το σπίτι της οδού Τριπόδων 32 είχε φωτογραφηθεί από τον Άρη Κωνσταντινίδη μαζί με πολλά ακόμη του ίδιου τύπου και είχε επιλεγεί για να αποτελέσει το σώμα της κλασικής έκδοσης «Τα παλιά αθηναϊκά σπίτια» (1951). Ήταν ένα προσωπικό μανιφέστο του αρχιτέκτονα για τη σοφία της γηγενούς λαϊκής αρχιτεκτονικής πριν από τον εξορθολογισμό του νεοκλασικισμού.