
Η «ακτινογραφία» της μεσαίας τάξης στην Ελλάδα: Τι αποκαλύπτει νέα έρευνα
Μικρότερη σε μέγεθος, με χαμηλότερα εισοδήματα και αυξημένη φορολογική επιβάρυνση. Αυτή είναι η εικόνα της μεσαίας τάξης και της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα, σε σύγκριση με τα κράτη της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης, σύμφωνα με το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς (ΕΒΕΠ).
Το ΕΒΕΠ επιχειρεί να δώσει απάντηση στο ερώτημα για το ποιος ορίζεται ως μεσαία τάξη στην Ελλάδα του 2025 και πώς συνδέεται με τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, ενόψει των ανακοινώσεων του πρωθυπουργού από τη ΔΕΘ.
Γιατί όμως ο όρος «μεσαία τάξη» χρησιμοποιείται συχνά στη δημόσια συζήτηση, δίχως έναν απολύτως ξεκάθαρο και ομοιόμορφο ορισμό; Το ΕΒΕΠ επιχειρεί να προσεγγίσει τον ορισμό από τρεις οπτικές γωνίες: στατιστική, κοινωνιολογική και οικονομική. Ο οικονομικός ορισμός συνδέει τη μεσαία τάξη με το εισόδημα, σε σχέση με τον μέσο ατομικό μισθό ή το συνολικό οικογενειακό εισόδημα. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ και την Eurostat, η μεσαία τάξη δεν έχει το ίδιο μέγεθος και δύναμη σε όλες τις χώρες. Θεωρείται ότι στη μεσαία τάξη ανήκουν τα νοικοκυριά με ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα μεταξύ 75% και 200% του μέσου εισοδήματος της χώρας.
Στην Ελλάδα, το 2024, το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα κυμαινόταν μεταξύ 11.000 και 12.000 ευρώ ετησίως ανά άτομο. Το κατώφλι της μεσαίας τάξης ήταν περίπου τα 10.000 ευρώ, ενώ το ανώτερο όριο κυμαινόταν μεταξύ 22.000 και 24.000 ευρώ ανά άτομο ετησίως. Για μια τετραμελή οικογένεια, αυτή η εισοδηματική κλίμακα αντιστοιχεί σε καθαρό ετήσιο εισόδημα από 24.000 έως 60.000 ευρώ, με την προϋπόθεση ότι οι ενήλικες που εργάζονται αμείβονται με 2.000-5.000 ευρώ τον μήνα.
Η μεσαία τάξη, βέβαια, δεν είναι μόνο θέμα εισοδήματος, αλλά και βιοτικού επιπέδου, επαγγέλματος και μόρφωσης. Παραδοσιακά, στην Ελλάδα περιλαμβάνει τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες, τους αυτοαπασχολούμενους, τους δημόσιους υπαλλήλους, τα στελέχη του ιδιωτικού τομέα και τους επιστήμονες (γιατρούς, δικηγόρους, μηχανικούς). Στην ίδια τάξη συγκαταλέγονται τα νοικοκυριά που διαθέτουν ιδιόκτητη κατοικία, αυτοκίνητο και μπορούν να καλύψουν τις βασικές και καταναλωτικές τους ανάγκες.
Στην πολιτική προσέγγιση, η μεσαία τάξη θεωρείται η «ραχοκοκαλιά» της κοινωνίας και της οικονομίας, καθώς στηρίζει την κατανάλωση, τη φορολογία και την κοινωνική σταθερότητα. Μετά την κρίση 2009-2019, η μεσαία τάξη στην Ελλάδα συρρικνώθηκε λόγω μείωσης εισοδημάτων, υψηλής φορολογίας και αύξησης ανισοτήτων. Οι συζητήσεις για την «ενίσχυση της μεσαίας τάξης» το 2025 αφορούν στη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης, την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, τη σταθερή απασχόληση και την καλύτερη πρόσβαση σε εκπαίδευση και υγεία. Στην κατανομή των νοικοκυριών στην Ελλάδα, περίπου το 35% βρίσκεται στη χαμηλή τάξη, το 50% στη μεσαία και το 15% στην υψηλή. Στις χώρες της Ευρωζώνης, ο μέσος όρος της μεσαίας τάξης το 2025 βρίσκεται στο 60%, ενώ στις 27 χώρες της Ε.Ε. στο 58%. Στη Βόρεια Ευρώπη, στη μεσαία τάξη ανήκουν οι υψηλά αμειβόμενοι μισθωτοί και στελέχη εταιρειών, με σταθερή μεσαία εισοδηματική βάση.
Η σύνδεση της μεσαίας τάξης με τη μικρή και μικρομεσαία επιχειρηματικότητα (ΜμΕ) στην Ελλάδα είναι καθοριστική και αμφίδρομη. Οι ΜμΕ αποτελούν το 99,5% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα και απασχολούν σε μεγάλο ποσοστό άτομα της μεσαίας τάξης (υπαλλήλους, τεχνικούς, στελέχη). Παράλληλα, πολλά μέλη της μεσαίας τάξης είναι ιδιοκτήτες ή αυτοαπασχολούμενοι σε μικρές επιχειρήσεις. Η μεσαία τάξη στηρίζει την κοινωνική κινητικότητα, καθώς πολλοί νέοι ξεκινούν ως υπάλληλοι και στη συνέχεια γίνονται επιχειρηματίες.
Οι περίπου 860.000 ΜμΕ στην Ελλάδα απασχολούν πάνω από 2,5 εκατ. εργαζόμενους, ενώ το 83% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα δουλεύει σε ΜμΕ. Όλοι μαζί, ιδιοκτήτες και εργαζόμενοι στις ΜμΕ, αποτελούν τον πυρήνα της μεσαίας τάξης.
Η μεσαία τάξη και η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Η μεσαία τάξη καταναλώνει και εργάζεται στις ΜμΕ, οι οποίες στηρίζονται και εκπροσωπούνται από την μεσαία τάξη. Η οικονομική ανάπτυξη και η κοινωνική σταθερότητα εξαρτώνται από την ενίσχυσή τους. Οι πιέσεις της τελευταίας δεκαετούς κρίσης, η φορολογία, οι ασφαλιστικές επιβαρύνσεις, η πανδημία και η ακρίβεια έπληξαν ταυτόχρονα μεσαία τάξη και μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Το Δ.Σ. του ΕΒΕΠ επισημαίνει ότι η ανάκαμψη της μεσαίας τάξης εξαρτάται από τη στήριξη των ΜμΕ.
Ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ, Βασίλης Κορκίδης, σημειώνει ότι είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς σήμερα τη χαμηλή από τη μεσαία τάξη. Θεωρεί ότι οι Έλληνες μικρομεσαίοι είναι υπερφορολογημένοι, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο ποσοστό του εισοδήματός τους να κατευθύνεται σε φόρους και εισφορές, περιορίζοντας την κατανάλωση. Επισημαίνει ότι σε πολλές χώρες της Ε.Ε. υπάρχει υψηλή φορολογία, η οποία όμως αντισταθμίζεται από ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας.
Συμπερασματικά, προσθέτει ο κ. Κορκίδης, στην Ελλάδα η μεσαία τάξη και η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα είναι μικρότερες σε μέγεθος, φτωχότερες σε εισόδημα και με υψηλότερη φορολογική πίεση, σε σχέση με την Ευρωζώνη και την ΕΕ-27, εξηγώντας γιατί χαρακτηρίζονται ως συρρικνωμένη η πρώτη και στριμωγμένη η δεύτερη.
«Ίσως, μια πιο ξεκάθαρη απάντηση στον σημερινό ορισμό της μεσαίας τάξης να δώσει ο πρωθυπουργός, σύμφωνα με τις ενισχύσεις που θα ανακοινώσει από το βήμα της ΔΕΘ», κατέληξε ο πρόεδρος.