
Γαλλία στο χείλος πολιτικής κρίσης: Ανησυχία στις αγορές και το ευρώ
Σε μια δίνη πολιτικής αβεβαιότητας εισέρχεται η Γαλλία, καθώς η κυβέρνηση μειοψηφίας κινδυνεύει με κατάρρευση. Ο πρωθυπουργός Φρανσουά Μπαϊρού ζήτησε στις 8 Σεπτεμβρίου ψήφο εμπιστοσύνης, σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσει την έγκριση για τις προτεινόμενες περικοπές δαπανών ύψους 44 δισ. ευρώ στον προϋπολογισμό του 2026. Η κίνηση αυτή αιφνιδίασε τις αγορές, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι πιέσεις στα ομόλογα και στις μετοχές της χώρας, ενώ οι οίκοι αξιολόγησης προειδοποιούν για πιθανή υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Γαλλίας. Ωστόσο, οι επενδυτές, έχοντας ήδη προετοιμαστεί για πολιτική αστάθεια και έχοντας λάβει short θέσεις στα γαλλικά assets, απέτρεψαν ένα βίαιο ξεπούλημα.
Ο Μπαϊρού, αντιμετωπίζοντας δυσκολίες στις συζητήσεις για τον προϋπολογισμό και απειλούμενος από ένα κοινωνικό κίνημα που προγραμματίζει «ολικό αποκλεισμό» της Γαλλίας από τις 10 Σεπτεμβρίου, αποφάσισε να επισπεύσει τη διαδικασία της ψήφου εμπιστοσύνης, ρισκάροντας, σύμφωνα με πολλούς, τη σταθερότητα της χώρας. Υπάρχουν εκτιμήσεις ότι ο Μπαϊρού προέβλεψε την κατάθεση πρότασης μομφής και θέλησε να προλάβει τις εξελίξεις.
Ο ίδιος ο Μπαϊρού, κατά τη διάρκεια συνεδρίου της συνδικαλιστικής οργάνωσης CFDT, δήλωσε: «Οι Γάλλοι έχουν 13 ημέρες για να αποφασίσουν. Το δίλημμα των επόμενων ημερών για τους βουλευτές συνοψίζεται μεταξύ του χάους και της υπευθυνότητας. Τι μπορεί να συμβεί μετά την πτώση της κυβέρνησης; Μια συμμαχία μεταξύ Αριστεράς και Ακροδεξιάς, που θα οδηγήσει σε πολιτική κρίση και αστάθεια». Ωστόσο, η προσπάθειά του να προσεγγίσει τους Σοσιαλιστές δεν φάνηκε να αποδίδει, με τον βουλευτή Μπορίς Βαλό να γράφει στην πλατφόρμα X: «Χρειαζόμαστε διαφορετικό πρωθυπουργό και, πάνω απ’ όλα, αλλαγή πολιτικής».
Παρά τις προσπάθειες του Μπαϊρού να περάσει τις περικοπές ύψους 44 δισ. ευρώ, τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν ξεκαθαρίσει ότι θα καταψηφίσουν την πρόταση. Ο κυβερνητικός συνασπισμός διαθέτει 210 έδρες στην Εθνοσυνέλευση, ενώ για την έγκριση της ψήφου εμπιστοσύνης απαιτείται απόλυτη πλειοψηφία. Ο οίκος αξιολόγησης Scope Ratings εκτιμά ότι «το πιθανότερο σενάριο είναι ότι η γαλλική κυβέρνηση θα πέσει», προειδοποιώντας ότι αυτό «θα είναι πιστωτικά αρνητικό για τη χώρα».
Στο χρηματιστηριακό μέτωπο, ο δείκτης CAC-40 του Παρισιού έκλεισε με απώλειες 1,7%, με τις τραπεζικές μετοχές να δέχονται τις μεγαλύτερες πιέσεις, σημειώνοντας βουτιά έως και 7%. Οι περισσότεροι ευρωπαϊκοί δείκτες κατέγραψαν επίσης πτώση, από 0,5% έως 1,3%.
Η απόδοση του 10ετούς γαλλικού ομολόγου αυξήθηκε στο 3,51%, φτάνοντας στα υψηλότερα επίπεδα από τον Μάρτιο, ενώ το spread έναντι της Γερμανίας διευρύνθηκε στις 78 μονάδες βάσης, αγγίζοντας τα υψηλότερα επίπεδα από τον Απρίλιο. Η Societe Generale προβλέπει ότι σε περίπτωση πρόωρων εκλογών, το spread θα εκτοξευθεί στις 90 μονάδες βάσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι το χάσμα μεταξύ των ιταλικών και των γαλλικών 10ετών ομολόγων έχει συρρικνωθεί στις μόλις 8 μονάδες βάσης, ενώ το κόστος δανεισμού της Ελλάδας είναι πλέον φθηνότερο κατά 8 μονάδες βάσης σε σύγκριση με αυτό της Γαλλίας.
Ο επικεφαλής οικονομολόγος για την Ευρώπη της Jefferies, Μοχίτ Κουμάρ, σχολίασε: «Βλέπουμε αυξημένη μεταβλητότητα και πίεση στα γαλλικά spreads τις επόμενες ημέρες. Μία από τις βασικές θέσεις μας είναι να είμαστε short Γαλλία έναντι Ιταλίας και διατηρούμε την άποψη αυτή».
Ο οικονομολόγος της Capital Economics, Άντριου Κένινγχαμ, πρόσθεσε: «Συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι οι προοπτικές για το γαλλικό δημόσιο χρέος είναι πολύ δυσοίωνες. Δεν θα μας εξέπληττε αν η απόδοση των γαλλικών ομολόγων υπερέβαινε σύντομα την απόδοση των ιταλικών». Επίσης, ανέφερε ότι «Η ανακοίνωση για την ψήφο εμπιστοσύνης απλώς επισπεύδει ένα γεγονός που αναμενόταν να λάβει χώρα αργότερα φέτος. Αυτό συμβαίνει επειδή ήταν απίθανο ο Μπαϊρού να περάσει το σχέδιό του για μείωση του ελλείμματος του προϋπολογισμού κατά 1,5% του ΑΕΠ από το κοινοβούλιο».
Η ανάγκη της Γαλλίας να μειώσει το έλλειμμά της αποτελεί ένα διαχρονικό και αμφιλεγόμενο ζήτημα. Η επιβολή του προϋπολογισμού του 2025 χωρίς κοινοβουλευτική έγκριση οδήγησε στην κατάρρευση της προηγούμενης κυβέρνησης μειοψηφίας του Μισέλ Μπαρνιέ.
Ο Μπαϊρού επιδιώκει τώρα να «περάσει» έναν προϋπολογισμό του 2026 που θα περιέχει περίπου 44 δισ. ευρώ σε δημοσιονομική σύσφιξη. Οι προτάσεις του περιλαμβάνουν το «πάγωμα» των δαπανών για την κοινωνική πρόνοια και τις συντάξεις, καθώς και των φορολογικών κλιμακίων, στα επίπεδα του 2025. Επιπλέον, έχει προτείνει την περικοπή δύο αργιών, μια κίνηση που αναμένεται να προκαλέσει έντονες αντιδράσεις. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι περικοπές είναι αναγκαίες για να αντιμετωπιστεί το έλλειμμα, το οποίο ανήλθε στο 5,8% του ΑΕΠ το 2024 και αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω χωρίς ανάληψη δράσης.
Ο Μπαϊρού έχει δηλώσει ότι «η χώρα μας κινδυνεύει, επειδή βρισκόμαστε στα πρόθυρα της υπερχρέωσης», τονίζοντας ότι το γαλλικό χρέος έχει αυξηθεί κατά 2 τρισ. ευρώ τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Ο υπουργός Οικονομικών Ερίκ Λομπάρ είχε αναφερθεί στον κίνδυνο παρέμβασης του ΔΝΤ, αλλά αργότερα αναδιπλώθηκε, διευκρινίζοντας ότι «Δεν βρισκόμαστε σήμερα υπό την απειλή οποιασδήποτε παρέμβασης, ούτε του ΔΝΤ, ούτε της ΕΚΤ, ούτε κανενός διεθνούς οργανισμού».
Εν όψει των εξελίξεων, οι αναλυτές εκτιμούν ότι το πιθανότερο σενάριο είναι η απώλεια της ψήφου εμπιστοσύνης, αφήνοντας στον πρόεδρο Μακρόν τρεις επιλογές.
Παρά την αρχική του αντίθεση σε νέες πρόωρες εκλογές, ο οικονομολόγος της Berenberg, Σάλομον Φίντλερ, θεωρεί ότι οι πρόωρες εκλογές είναι το πιο πιθανό σενάριο. Ωστόσο, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ένα νέο κοινοβούλιο θα παρέμενε διχασμένο, χωρίς απόλυτη πλειοψηφία για κανένα από τα τρία πολιτικά στρατόπεδα.
Εναλλακτικά, ο Μακρόν θα μπορούσε να ζητήσει από τον Μπαϊρού να παραμείνει επικεφαλής μιας υπηρεσιακής κυβέρνησης, η οποία όμως θα είχε περιορισμένες δυνατότητες στην άσκηση πολιτικής.
Τέλος, θα μπορούσε να διορίσει νέο πρωθυπουργό, αλλά η νέα κυβέρνηση θα αντιμετώπιζε τις ίδιες προκλήσεις και προβλήματα με την προηγούμενη.