
Γαλλία σε κρίση; Το χρέος ανησυχεί την Ευρώπη περισσότερο από την Ελλάδα
Είναι μια εκπληκτική εξέλιξη: ποιος θα μπορούσε να φανταστεί πριν από μια δεκαετία ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος θα αποτιμάται σήμερα υψηλότερα από το γαλλικό; Το 2015, η Ελλάδα θεωρούνταν ένας τόσο επισφαλής δανειολήπτης που δεν μπορούσε καν να εκδώσει τα δικά της ομόλογα.
Κι όμως, σήμερα, τα γαλλικά δεκαετή κρατικά ομόλογα αποδίδουν 3,49%, σχεδόν μισή ποσοστιαία μονάδα περισσότερο από τα αντίστοιχα ελληνικά και περίπου 0,8 μονάδες παραπάνω από τα γερμανικά. Στην πραγματικότητα, η Γαλλία βρίσκεται πολύ κοντά στο να ξεπεράσει την Ιταλία ως η χώρα με το υψηλότερο κόστος δανεισμού στην Ευρωζώνη.
Η απόφαση του Φρανσουά Μπαϊρού να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης για την κυβέρνησή του στις 8 Σεπτεμβρίου, ίσως έφερε ακόμη πιο κοντά τη στιγμή που η Γαλλία θα ξεπεράσει την Ιταλία. Ο Γάλλος πρωθυπουργός απαιτεί από την Εθνοσυνέλευση είτε να στηρίξει τα σχέδιά του για τη μείωση του μεγάλου δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας είτε να ρισκάρει μια βαθύτερη κρίση. Ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών του προειδοποίησε ότι μια ενδεχόμενη ήττα της κυβέρνησης θα μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα να ζητήσει βοήθεια από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ωστόσο, οι προειδοποιήσεις αυτές φαίνεται να πέφτουν στο κενό: η άκρα Αριστερά, η άκρα Δεξιά και η Κεντροαριστερά έχουν ήδη δηλώσει ότι θα καταψηφίσουν τον Μπαϊρού.
Στην πραγματικότητα, οι συζητήσεις περί διάσωσης από το ΔΝΤ είναι υπερβολικές. Η Γαλλία δεν βρίσκεται ακόμη σε ζώνη κρίσης χρέους. Το spread μεταξύ γαλλικών και γερμανικών ομολόγων μπορεί να είναι ντροπιαστικά μεγάλο, αλλά απέχει πολύ από το επίπεδο των 5 ποσοστιαίων μονάδων που άντεξε η Ιταλία το 2011. Η αναμενόμενη πτώση της κυβέρνησης Μπαϊρού καθιστά λιγότερο πιθανό να επιτευχθεί ο στόχος μείωσης του ελλείμματος στο 4,6% του ΑΕΠ το 2026, από 5,8% πέρυσι. Όμως, οι αγορές δεν περίμεναν ούτως ή άλλως ότι η κυβέρνηση θα πετύχει αυτόν τον στόχο. Επιπλέον, η Ευρωζώνη σήμερα διαθέτει εργαλεία αντιμετώπισης κρίσεων που δεν υπήρχαν στην προηγούμενη κρίση χρέους, όπως η νέα διευκόλυνση αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ που αποτρέπει την εκτίναξη του κόστους δανεισμού.
Παρ’ όλα αυτά, οι αυξανόμενες πολιτικές και δημοσιονομικές προκλήσεις της Γαλλίας αποτελούν πραγματικό κίνδυνο για την Ευρώπη. Ένα πράγμα φαίνεται σίγουρο: ελάχιστα θα λυθούν πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2025. Αν ο Μπαϊρού χάσει την ψήφο εμπιστοσύνης, ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν θα πρέπει να αποφασίσει αν θα διορίσει νέο πρωθυπουργό που θα προσπαθήσει να περάσει τον προϋπολογισμό με το υπάρχον κοινοβούλιο ή αν θα ρισκάρει νέες εκλογές. Όμως, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το αποτέλεσμα θα είναι ένα νέο κοινοβούλιο, όχι πολύ διαφορετικό από το σημερινό: εξαιρετικά κατακερματισμένο μεταξύ άκρας Δεξιάς, σκληρής Αριστεράς και κεντρώων, χωρίς κανένας να διαθέτει πλειοψηφία – και κανένας πρόθυμος να αναλάβει την ευθύνη για έναν δύσκολο προϋπολογισμό.
Φυσικά, αυτή είναι μια κρίση που επωαζόταν εδώ και χρόνια. Ο Μακρόν εξελέγη το 2017 με την υπόσχεση να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις που είχαν αποτύχει οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Παρότι είχε κάποιες πρώτες επιτυχίες με τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού, της αγοράς εργασίας και την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, και αυτός πλέον ηττάται από έναν γαλλικό λαό που φαίνεται να μην ανέχεται καμιά περικοπή σε έναν τεράστιο δημόσιο τομέα και κράτος πρόνοιας που αντιστοιχεί στο εντυπωσιακό 57% του ΑΕΠ.
Η Γαλλία βρίσκεται μια ανάσα από το να ξεπεράσει την Ιταλία ως η χώρα με το υψηλότερο κόστος δανεισμού στην Ευρωζώνη.
Η αντίθεση με την Ιταλία είναι εντυπωσιακή. Ο Μπαϊρού είναι ο έκτος πρωθυπουργός της Γαλλίας από το 2017. Στο ίδιο διάστημα η Ιταλία –που παλαιότερα ήταν συνώνυμη με την πολιτική αστάθεια– είχε τέσσερις κυβερνήσεις, ενώ η κυβέρνηση της Τζόρτζια Μελόνι είναι πλέον η τρίτη μακροβιότερη από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Και ενώ η Ιταλία έχει υψηλότερο λόγο χρέους προς ΑΕΠ (135%) σε σχέση με τη Γαλλία (113%), η κυβέρνηση Μελόνι κατάφερε να μειώσει το έλλειμμα μετά την πανδημία από 9% σε 3,4%, επιτυγχάνοντας μάλιστα πλεόνασμα προ τόκων πέρυσι. Ως αποτέλεσμα, το ιταλικό χρέος βρίσκεται σε πτωτική πορεία, ενώ το γαλλικό συνεχίζει να αυξάνεται.
Ένας κίνδυνος είναι ότι όσο αυξάνεται το χρέος, τόσο δυσκολότερο θα είναι να τεθεί υπό έλεγχο. Το γαλλικό κοινοβούλιο ήδη αντιδρά στις προτάσεις Μπαϊρού για περικοπές 45 δισ. ευρώ στις δημόσιες δαπάνες, εν μέρει με «πάγωμα» των συντάξεων για έναν χρόνο και την κατάργηση δύο από τις 11 ετήσιες αργίες της χώρας. Η Goldman Sachs είχε εκτιμήσει πέρυσι ότι η Γαλλία θα έπρεπε να μειώσει το πρωτογενές της έλλειμμα (πριν από τους τόκους) από 4% στο μηδέν, μόνο και μόνο για να σταματήσει η αύξηση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ότι οι αγορές θα καταλήξουν να θεωρούν το γαλλικό χρέος μη βιώσιμο. Αυτό θα οδηγούσε σε κρίση χρέους.
Ωστόσο, ο πιο άμεσος κίνδυνος για την Ευρώπη είναι ότι η πολιτική αστάθεια στη Γαλλία θα κάνει ακόμη πιο δύσκολη την εφαρμογή ευρωπαϊκών μεταρρυθμίσεων που είναι απαραίτητες ώστε η ήπειρος να αντιμετωπίσει τις παγκόσμιες προκλήσεις. Ποιες είναι οι πιθανότητες η Ευρώπη να συμφωνήσει σε νέο κοινό δανεισμό, που επειγόντως χρειάζεται για να χρηματοδοτηθεί η αμυντική ενίσχυση και η πράσινη μετάβαση, αν η Γαλλία δεν μπορεί να ελέγξει τα δικά της δημοσιονομικά ή κινδυνεύει να κυβερνηθεί σύντομα από την άκρα Δεξιά; Το ίδιο ισχύει και για τα σχέδια ολοκλήρωσης της τραπεζικής ένωσης και ενοποίησης των κεφαλαιαγορών, που είναι απαραίτητα για την ενίσχυση της ανάπτυξης και της ευρωπαϊκής αυτονομίας. Μια αδύναμη Γαλλία θα σημαίνει μια ακόμη πιο αδύναμη Ευρώπη.