
Φοροελαφρύνσεις για τη μεσαία τάξη: Τι αλλάζει και ποιοι θα ωφεληθούν
Σημαντικές φοροελαφρύνσεις για τη μεσαία τάξη προανήγγειλε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Κωστής Χατζηδάκης, μιλώντας στον ΣΚΑΪ, με στόχο να δουν οι πολίτες άμεσα οφέλη «κατ’ ευθείαν στην τσέπη τους». Παράλληλα, ο χρόνος μετρά αντίστροφα για τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη ΔΕΘ, στις 6 Σεπτεμβρίου.
Εκτός από τη μεσαία τάξη, ο κ. Χατζηδάκης άφησε να εννοηθεί ότι θα υπάρξουν μέτρα και για τις πολύτεκνες οικογένειες, τονίζοντας ότι «οφείλουμε να κινηθούμε όσο πιο θετικά γίνεται» απέναντι στο δημογραφικό πρόβλημα, το οποίο χαρακτήρισε «το σημαντικότερο εθνικό πρόβλημα της χώρας μεσομακροπρόθεσμα».
Τα εισοδηματικά όρια της μεσαίας τάξης προσδιόρισε ο εκπρόσωπος Τύπου του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Όμηρος Τσάπαλος, μιλώντας στην ΕΡΤ. Όπως είπε, «μεσαία τάξη στην Ελλάδα ορίζεται αυτή που εμφανίζει οικογενειακό εισόδημα 20.000-50.000 ετησίως, εκεί είναι το μεγαλύτερο κομμάτι της μεσαίας τάξης, εκεί θα δοθεί και η έμφαση». Διευκρίνισε, ωστόσο, ότι θα υπάρξουν ευνοϊκές ρυθμίσεις και για νοικοκυριά με χαμηλότερα ή υψηλότερα εισοδήματα. Επεσήμανε, επίσης, ότι εξετάζονται αλλαγές στις κλίμακες της άμεσης φορολόγησης, οι οποίες, εφόσον υλοποιηθούν, θα έχουν οριζόντιο αντίκτυπο στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι βασικές παρεμβάσεις που εξετάζονται είναι:
1. Η δημιουργία ενός νέου φορολογικού κλιμακίου για εισοδήματα μεταξύ 10.001 και 20.000 ευρώ, τα οποία σήμερα φορολογούνται με 22%.
2. Η αύξηση του ορίου εισοδήματος πάνω από το οποίο επιβάλλεται ο υψηλός φορολογικός συντελεστής του 44%, που σήμερα είναι στις 40.000 ευρώ.
3. Η παροχή φορολογικών εκπτώσεων για οικογένειες με παιδιά.
Ο κ. Τσάπαλος επιβεβαίωσε ότι το συνολικό πακέτο μέτρων ανέρχεται σε 1,5 δισ. ευρώ. «Αυτά τα χρήματα είναι εξασφαλισμένα, είναι αποτέλεσμα της καλής πορείας του προϋπολογισμού φέτος, αλλά και αποτέλεσμα μείωσης της φοροδιαφυγής, με τα διάφορα μέσα και τις διάφορες κινήσεις που έχει κάνει το οικονομικό επιτελείο, που μας δίνουν τη δυνατότητα να επιστρέψουμε πίσω στην κοινωνία 1,5 δισ. ευρώ», είπε χαρακτηριστικά.
Ο κ. Χατζηδάκης, αναφέρθηκε και αυτός στη σύνδεση των παροχών με τις δημοσιονομικές επιδόσεις, λέγοντας ότι «το γεγονός ότι έχουμε τα πλεονάσματα που έχουμε –και που είναι και πέραν των δικών μας προσδοκιών– μας επιτρέπει να κάνουμε μια ουσιαστική παρέμβαση. Μέχρι εκεί που αντέχει η οικονομία και μέχρι εκεί που επιτρέπουν και οι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες. Επομένως, εκείνο που λέμε εμείς είναι ότι δεν πρέπει να στηρίζεστε στη γενναιοδωρία μας. Πρέπει να στηρίζεστε στην αποτελεσματική πολιτική που έχουμε ασκήσει στην οικονομία. Βασικά στο ότι έχουμε αρκετά μεγαλύτερη ανάπτυξη από ό,τι έχουν οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες και έχουμε επίσης και σημαντικά αποτελέσματα στη φοροδιαφυγή. Ετσι έχουν βγει τα πλεονάσματα και τα πλεονάσματα αυτά είναι που θα μοιράσουμε ως κοινωνικό μέρισμα».
Στελέχη του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας τονίζουν ότι μεσαία τάξη στην Ελλάδα θεωρείται αυτή που έχει οικογενειακό εισόδημα μεταξύ 20.000 και 50.000 ευρώ ετησίως.
Τα στοιχεία για την εκτέλεση του προϋπολογισμού την περίοδο Ιανουαρίου – Ιουλίου επιβεβαίωσαν την αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 5,6% (2,150 δισ. ευρώ) σε σχέση με τον στόχο, φτάνοντας τα 40,4 δισ. ευρώ. Η υπέρβαση αυτή οφείλεται στη βελτιωμένη απόδοση στην είσπραξη των φόρων του τρέχοντος έτους, καθώς και στην αποδοτικότερη είσπραξη των φόρων εισοδήματος του προηγούμενου έτους, οι οποίοι καταβάλλονταν σε δόσεις έως τα τέλη Φεβρουαρίου 2025. Αναλυτικότερα, τα έσοδα από ΦΠΑ ανήλθαν σε 15,704 δισ. ευρώ (αύξηση κατά 357 εκατ. ευρώ), τα έσοδα από ΕΦΚ σε 4,158 εκατ. ευρώ (αύξηση κατά 87 εκατ. ευρώ), τα έσοδα από φόρους ακίνητης περιουσίας σε 1,870 δισ. ευρώ (αύξηση κατά 90 εκατ. ευρώ) και τα έσοδα από φόρους εισοδήματος σε 14,928 δισ. ευρώ (αύξηση κατά 1,316 δισ. ευρώ).
Το καθαρό πρωτογενές πλεόνασμα, μετά την αφαίρεση των ετεροχρονισμών σε δαπάνες και έσοδα, ανέρχεται σε 1,183 δισ. ευρώ. Ωστόσο, σε σχέση με τον αναθεωρημένο στόχο του προϋπολογισμού (Απρίλιος) για υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα (3,4% του ΑΕΠ), δεν παρατηρείται πλέον υπεραπόδοση, αλλά ευθυγράμμιση με τους στόχους.