Οι αλλαγές στο νέο πειθαρχικό δίκαιο για τους δημόσιους υπαλλήλουςΟι αλλαγές στο νέο πειθαρχικό δίκαιο για τους δημόσιους υπαλλήλους

Δημόσιο: Σαρωτικές αλλαγές στο πειθαρχικό δίκαιο – Τι αλλάζει για τους υπαλλήλους;

Ελλάδα
Δημοσιεύθηκε  · 4 λεπτά ανάγνωση

Μετά την ψήφιση του σχετικού νομοσχεδίου του υπουργείου Εσωτερικών από τη Βουλή, το πειθαρχικό δίκαιο για τους δημόσιους υπαλλήλους αλλάζει ριζικά.

Το νέο νομικό πλαίσιο επεκτείνει τα πειθαρχικά παραπτώματα και τις ποινές, με σημαντικότερη την οριστική παύση σε περίπτωση άρνησης συμμετοχής στην αξιολόγηση. Αλλάζει επίσης η πειθαρχική διαδικασία, καθώς καταργούνται τα συλλογικά πειθαρχικά όργανα και αντικαθίστανται από ένα νέο σώμα εξέτασης των πειθαρχικών παραβάσεων χωρίς εκπροσώπους των εργαζομένων.

Συγκεκριμένα, η άρνηση υπαλλήλου να συμμετάσχει στην αξιολόγηση, είτε ως αξιολογητής είτε ως αξιολογούμενος, θεωρείται πειθαρχικό παράπτωμα. Η πρώτη άρνηση τιμωρείται με πρόστιμο ισοδύναμο με τις αποδοχές δύο μηνών, ενώ η αποφυγή της αξιολόγησης για δύο συνεχόμενα χρόνια επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης – ουσιαστικά, απόλυση.

Επιπλέον, προβλέπεται ότι η άσκηση ποινικής δίωξης για οποιοδήποτε κακούργημα οδηγεί σε αυτοδίκαιη αργία του υπαλλήλου. Αυτό ίσχυε μέχρι τώρα μόνο για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής. Η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας για οποιονδήποτε λόγο αποτελεί επίσης λόγο θέσης σε καθεστώς αυτοδίκαιης αργίας.

Όσοι απολύθηκαν από το Δημόσιο με την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης ή καταγγελίας της σύμβασης εργασίας με δική τους υπαιτιότητα, θα μπορούν να διοριστούν ξανά μετά από 10 χρόνια, αντί για 5 που ισχύει σήμερα.

Επίσης, το προσωρινό κώλυμα εκ νέου διορισμού επεκτείνεται και σε υπαλλήλους που έχασαν την υπαλληλική τους ιδιότητα (π.χ. παραίτηση) και στη συνέχεια τους επιβλήθηκε αμετάκλητα η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης λόγω συνέχισης της πειθαρχικής διαδικασίας μετά τη λύση της εργασιακής σχέσης.

Εισάγονται νέες πειθαρχικές ποινές για συγκεκριμένα παραπτώματα, όπως η στέρηση του δικαιώματος χορήγησης μισθολογικού κλιμακίου από ένα έως πέντε έτη, η αφαίρεση έως τεσσάρων μισθολογικών κλιμακίων και η απαγόρευση άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου κατ’ αναπλήρωση ή με ειδικές διατάξεις για διάστημα από ένα έως πέντε έτη.

Πέρα από τις πειθαρχικές ποινές, προβλέπεται η επιβολή επιπλέον διοικητικής κύρωσης για ορισμένες περιπτώσεις, η οποία κυμαίνεται από 3.000 έως 100.000 ευρώ.

Για πρώτη φορά, εισάγεται στο πειθαρχικό δίκαιο του Δημοσίου η «πειθαρχική συνδιαλλαγή», την οποία μπορεί να ζητήσει ο ελεγχόμενος υπάλληλος για να τύχει, υπό προϋποθέσεις, ευνοϊκότερης ποινής. Αυτή η δυνατότητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις πειθαρχικών παραπτωμάτων που δεν επισύρουν την ποινή της οριστικής παύσης και όπου δεν έχει προκληθεί οικονομική ζημιά ή η προκληθείσα ζημία έχει αποκατασταθεί πλήρως από τον υπάλληλο.

Οι διατάξεις του νέου πειθαρχικού, που εισήγαγε ο υπουργός Εσωτερικών Θοδωρής Λιβάνιος, αφορούν τους υπαλλήλους του Δημοσίου, των ΟΤΑ α’ και β’ βαθμού, καθώς και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ) και θα ισχύσουν από το νέο έτος.

Οι νέες διατάξεις θα εφαρμόζονται και σε πειθαρχικές υποθέσεις που αφορούν σε παραπτώματα που τελέστηκαν έως την 31η Δεκεμβρίου 2025, εφόσον η πειθαρχική δίωξη ασκηθεί μετά την 1η Ιανουαρίου 2026.

Από το νέο έτος ξεκινά τη λειτουργία του το Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα, το οποίο αντικαθιστά τα υφιστάμενα πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμιο πειθαρχικά συμβούλια. Το νέο όργανο θα αποτελείται από 60 δικαστές, μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, οι οποίοι, σύμφωνα με την υφυπουργό Εσωτερικών Βιβή Χαραλαμπογιάννη, θα προέλθουν από νέες προσλήψεις.

Το νέο πειθαρχικό συμβούλιο θα λειτουργεί σε κλιμάκια τριμελούς και πενταμελούς σύνθεσης, ανάλογα με τη βαρύτητα της υπόθεσης, χωρίς τη συμμετοχή εκπροσώπων των εργαζομένων και στελεχών του Δημοσίου.

Ο μόνος ρόλος του συνδικαλιστή είναι να παρουσιαστεί, εφόσον το επιθυμεί ο διωκόμενος υπάλληλος, πριν από την εκδίκαση της υπόθεσης για να εκθέσει τις απόψεις του και να αποχωρήσει πριν από την έναρξη της διάσκεψης.

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του ψηφισθέντος νομοσχεδίου, οι ρυθμίσεις αυτές αποσκοπούν στην αντιμετώπιση των χρόνιων καθυστερήσεων στην πειθαρχική διαδικασία του δημόσιου τομέα. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2024 εκκρεμούσαν περίπου 2.300 πειθαρχικές υποθέσεις στα 100 πρωτοβάθμια πειθαρχικά συμβούλια. Σε πολλές περιπτώσεις, η ολοκλήρωση των διαδικασιών μπορεί να διαρκέσει ακόμα και πάνω από πέντε έτη.

Ο βασικός λόγος των καθυστερήσεων εντοπίζεται στον τρόπο συγκρότησης των Πρωτοβάθμιων Πειθαρχικών Συμβουλίων, στα οποία προεδρεύουν δικαστές ή εισαγγελείς, των οποίων η συμμετοχή σε πειθαρχικά όργανα δεν αποτελεί βασικό, αλλά παράλληλο καθήκον.

Τα συλλογικά πειθαρχικά όργανα καταργούνται από τις αρχές του 2027 και υποχρεούνται να ολοκληρώσουν την εξέταση των εκκρεμών υποθέσεων έως τα τέλη του 2026.