Οι πρώτοι Έλληνες κλιματικοί μετανάστες είναι εδώ

«Δεν θέλω»: Η κλιματική αλλαγή ξεριζώνει οικογένειες και αλλάζει την Ελλάδα

Επιστήμη
Δημοσιεύθηκε  · 12 λεπτά ανάγνωση

Ο Σεπτέμβριος του 2023 θα μείνει χαραγμένος στη μνήμη του Άκη Ράγια και της οικογένειάς του. Οι διακοπές στην Εύβοια δεν μπόρεσαν να σβήσουν τις εικόνες της καταστροφικής κακοκαιρίας Daniel στη Θεσσαλία, που χτύπησε το χωριό τους, τον Κοσκινά, λίγα χιλιόμετρα έξω από τον Παλαμά Καρδίτσας. Όπως περιγράφει ο κ. Ράγιας, οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να συγκεντρωθούν στις ταράτσες για να γλιτώσουν από τον πνιγμό. «Είμαστε τυχεροί που δεν ήμασταν εκεί. Τα παιδιά από το χωριό είναι ακόμα στα χαμένα», λέει.

Η επιστροφή στο σπίτι ήταν μια σκληρή εμπειρία. Το νερό είχε φτάσει τα δύο μέτρα, αφήνοντας πίσω του μια εικόνα καταστροφής. «Δεν είχαμε πού να πάμε, όλο το χωριό ήταν πνιγμένο», θυμάται. Η οικογένεια κατέφυγε στην Άρτα, τόπο καταγωγής της συζύγου του, καθώς η εύρεση σπιτιού στην περιοχή της Καρδίτσας ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Όπως καταγγέλλει ο κ. Ράγιας, η εύρεση δωματίου σε ξενοδοχείο ή ενοικιαζόμενου σπιτιού απαιτούσε «πολιτικό μέσο», ενώ τα ενοίκια είχαν εκτοξευθεί. «Για να βρω σπίτι έπρεπε να πάω σε βουλευτή. Προτίμησα να πάω στην πεθερά μου σε μια γκαρσονιέρα και να κοιμόμαστε στο πάτωμα», εξηγεί.

Η επιστροφή φάνταζε πλέον αδύνατη. Έγραψαν τα τέσσερα παιδιά τους στο σχολείο της Άρτας, ενώ ο ίδιος βρήκε δουλειά ως οδηγός. «Για μένα ήταν άγνωστο μέρος, ερχόμουν μόνο για βόλτα. Μου πήρε καιρό να μάθω τους δρόμους, τα χωριά, τις συμπεριφορές των ανθρώπων», λέει ο κ. Ράγιας για την Άρτα. Η προσαρμογή στην πόλη ήταν δύσκολη για τα παιδιά, που είχαν μεγαλώσει ελεύθερα στη φύση. «Τα παιδιά ήταν μαθημένα στο λιβάδι, σαν κοτόπουλα ελευθέρας βοσκής. Όταν είδαν ότι δεν έχει ούτε μεγάλα πεζοδρόμια στην Άρτα, έπαθαν σοκ. Πλέον όταν κατεβαίνουμε στον Παλαμά μας δίνουν το χέρι για να περπατήσουν.»

Στο χωριό Ερμήτσι Καρδίτσας, περισσότερα από 10 σπίτια έχουν καταστραφεί ολοσχερώς. Οι κάτοικοι προσπαθούν να περισώσουν ότι απέμεινε.

Η οικογένεια του κ. Ράγια δεν είναι η μόνη που βρέθηκε σε αυτή τη θέση. Η κλιματική αλλαγή εντείνει τη μετακίνηση πληθυσμών, είτε σταδιακά, αλλάζοντας την οικονομική ζωή ενός τόπου, είτε άμεσα, μέσω φυσικών καταστροφών. H Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι έως το 2050, περίπου 216 εκατομμύρια άνθρωποι θα αναγκαστούν να μετακινηθούν εντός της χώρας τους, εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, κυρίως στην υποσαχάρια Αφρική και την ανατολική Ασία. Σύμφωνα με στοιχεία του Κέντρου για την Παρατήρηση της Εγχώριας Μετανάστευσης (IDMC), την περίοδο 2014-2023, περίπου 235 εκατομμύρια άνθρωποι μετακινήθηκαν εσωτερικά λόγω φυσικών καταστροφών, κυρίως κλιματικών, αλλά και γεωφυσικών φαινομένων όπως οι σεισμοί. Συνολικά, έως και 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι παγκοσμίως είναι πιθανό να μετακινηθούν λόγω της κλιματικής αλλαγής έως τα μέσα του αιώνα.

Η Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, αντιμετωπίζει ήδη ένα κύμα εξωτερικής μετανάστευσης, που σε κάποιες περιπτώσεις συνδέεται με το κλίμα, όπως από χώρες της Αφρικής που μαστίζονται από ξηρασία. Ένα κομμάτι αυτής της μετανάστευσης συμβαίνει ήδη εντός της χώρας. Παρότι λείπουν ακριβή στατιστικά στοιχεία για την έκταση του φαινομένου, είναι σαφές ότι οικογένειες σαν αυτή του κ. Ράγια αποτελούν τους πρώτους εγχώριους κλιματικούς μετανάστες, κυρίως από την ύπαιθρο προς τις πόλεις. Η πλημμύρα Daniel, που έπληξε τη Θεσσαλία το Σεπτέμβριο του 2023, ήταν αποτέλεσμα των εξαιρετικά υψηλών θερμοκρασιών του καλοκαιριού, σύμφωνα με τους επιστήμονες. «Τα επόμενα χρόνια θα έχουμε όλο και περισσότερους εσωτερικούς περιβαλλοντικούς μετανάστες. Αν δεν μπορούν να ζήσουν σε έναν τόπο οι άνθρωποι, θα μετακινούνται», λέει ο κ. Παύλος Μπαλτάς, δημογράφος στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (Ε.Κ.Κ.Ε.).

Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει το δημογραφικό προφίλ της χώρας με πολλούς τρόπους. Οι πυρκαγιές αυξάνουν τη θνησιμότητα σε περιοχές με ηλικιωμένο πληθυσμό λόγω καρδιοαναπνευστικών προβλημάτων. Η ερημοποίηση περιοχών, ειδικά στην κεντρική Ελλάδα, πιέζει σταθερά τον πληθυσμό προς τα αστικά κέντρα. Οι νησιωτικές και παράκτιες περιοχές θεωρούνται εξίσου ευάλωτες μακροπρόθεσμα, λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας. Η κλιματική αλλαγή επιδεινώνει την κατάσταση σε περιοχές όπου ήδη υπάρχει μια τάση φυγής, ειδικά στην ύπαιθρο, όπου οι νεότεροι κάτοικοι μετακινούνται στα αστικά κέντρα για σπουδές και εργασία και δεν επιστρέφουν. Στην περίπτωση της Θεσσαλίας, σύμφωνα με τον κ. Μπαλτά, η περιβαλλοντική και οικονομική καταστροφή μπορεί να έχει μακροπρόθεσμες δημογραφικές επιπτώσεις. «Οι φυσικές καταστροφές που αλλάζουν το τοπίο μιας περιοχής και την παραγωγική της ικανότητα οδηγούν σε εσωτερική μετανάστευση. Αν κάποιος δεν μπορεί πλέον να εκμεταλλευτεί τη γη γιατί στον υδροφόρο ορίζοντα έχει φερτά υλικά, ζώα, χημικά, πρέπει να βρει κάτι άλλο να κάνει. Είναι λογικό να μετακινηθεί, γιατί αναγκάζεται να αναζητήσει αλλού δουλειά. Στη Θεσσαλία, αν η γη δεν μπορεί να καλλιεργηθεί, πολλοί άνθρωποι θα μετακινηθούν προς τις πόλεις.»

Τη δημογραφική κρίση επιβεβαιώνει και ο Δήμαρχος Παλαμά Καρδίτσας, κ. Σωκράτης Δασκαλόπουλος, του οποίου το σπίτι καταστράφηκε από τις πλημμύρες. «Η πληθυσμιακή αφαίμαξη είναι τεράστια, και από τον Παλαμά και τα γύρω χωριά. Ο κόσμος πήγε στις διπλανές πόλεις, Καρδίτσα, Λάρισα και όπου αλλού είχαν συγγενείς. Μέγιστος αγώνας του Δήμου είναι να ξαναφέρει πίσω τους κατοίκους του», εξηγεί. Συνολικά, 660 οικίες καταστράφηκαν μερικώς ή ολοσχερώς, ενώ τις πρώτες εβδομάδες έφυγαν περίπου 3.000 κάτοικοι, από τους οποίους επέστρεψε το 70-80% μέσα σε ένα χρόνο. Ωστόσο, ο κίνδυνος μόνιμης φυγής παραμένει: «Αν δεν γίνουν καινούργια σπίτια, αν δεν πέσουν χρήματα στην αγορά, θα έχουμε μεγάλη διαρροή.» Οι ελλιπείς αντιπλημμυρικές υποδομές και η καθυστέρηση στην καταβολή αποζημιώσεων λόγω γραφειοκρατίας αποτελούν βασικούς παράγοντες για την οριστική μετεγκατάσταση, παρότι τα χρήματα προέρχονται από το ταμείο ανάκαμψης της Ε.Ε. «Μετά από ένα χρόνο πολλοί άνθρωποι δεν είχαν αποζημιωθεί για τα σπίτια τους. Πολλές επιχειρήσεις ήταν στον αέρα, με τον κόσμο να ζει σε σπίτια φίλων και συγγενών.»

Παραδόξως, οι αλλαγές στο κλίμα δεν επηρεάζουν πάντα την αντίληψη των πληγέντων για τους λόγους της μετακίνησής τους. «Την κλιματική αλλαγή δεν την εισπράττει ο κόσμος, δεν είναι πεπεισμένοι ότι συμβαίνει. Οι αγρότες την αντιλαμβάνονται πιο έντονα ως καταστροφή της σοδειάς ή ως μια πλημμύρα, αλλά δεν είναι πλήρως πεπεισμένοι για αυτήν. Ωστόσο επηρεάζει την εικόνα για το που είναι καλό να ζουν οι άνθρωποι», λέει ο κ. Απόστολος Παπαδόπουλος, καθηγητής γεωγραφικής και κοινωνικής ανάλυσης του χώρου στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο. Όπως προσθέτει, το κλίμα αποτελεί έναν από τους λόγους μετακίνησης από την ύπαιθρο στις πόλεις, αλλά συχνά συμβαίνει και το αντίθετο, δεδομένης της αίσθησης έλλειψης προστασίας στις πόλεις, π.χ. από καύσωνες. Οι παράκτιες και νησιωτικές περιοχές θεωρούνται ασφαλείς, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο πληθυσμός τους, σύμφωνα με τα δεδομένα της τελευταίας απογραφής. Παρότι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι έντονες και εκεί, με την ξηρασία να δείχνει το σκληρό της πρόσωπο, ο κόσμος δεν το αντιλαμβάνεται ακόμη. «Προέχουν οι ευκαιρίες απασχόλησης. Η κλιματική αλλαγή είναι στο πίσω μέρος του μυαλού, αλλά αυτό που καθορίζει την επιλογή μετανάστευσης είναι η οικονομική ευκαιρία.»

Ένας από αυτούς που αναγκάστηκαν πρόσφατα να εγκαταλείψουν το σπίτι τους ήταν ο κ. Βάιος Γιατρόπουλος, 53 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος. Τη μοιραία νύχτα του Σεπτεμβρίου του 2023, ανήσυχος για το ενδεχόμενο πλημμύρας, έμεινε ξύπνιος μέχρι τις τρεις το πρωί. Στις τέσσερις, όπως θυμάται, τον ξύπνησαν τα σκυλιά του. Πατώντας στο νερό, συνειδητοποίησε ότι είχε φτάσει το ένα μέτρο. Στις επτά το πρωί, είχε φτάσει τα 1,80 μέτρα. Μαζί με το γιο του και τα σκυλιά τους, ανέβηκαν στην οροφή του ημιφορτηγού τους, όπου παρέμειναν χωρίς βοήθεια για εννέα ώρες. Όπως λέει, η εικόνα του γιου του να τον ρωτάει δακρυσμένος «Τι κάνουμε τώρα μπαμπά; Τα χάσαμε όλα», έχει μείνει χαραγμένη στο μυαλό του.

Σήμερα, η οικογένειά του έχει μετακομίσει στο κοντινό χωριό Καλυβάκια, όπου το σπίτι τους βρίσκεται τρία μέτρα πιο ψηλά. «Δεν θέλουμε να γυρίσουμε. Δεν θέλω να έχω αυτό το φόβο με κάθε ψιχάλα. Επί δύο μήνες φοβόμασταν μη γίνει πλημμύρα κάθε βράδυ. Ήθελα να πάω στον ψυχολόγο», εξηγεί. Το κρεοπωλείο στον Παλαμά όπου δούλευε καταστράφηκε, ενώ από το σπίτι τους έμεινε μόνο το ψυγείο. Ωστόσο, θεωρεί την οικογένειά του τυχερή, καθώς βρήκαν αμέσως σπίτι στην περιοχή, ενώ πολλοί άλλοι κατέφυγαν σε κοντινές πόλεις λόγω έλλειψης στέγης. «Οι άνθρωποι γέρασαν μέσα σε λίγους μήνες. Έφυγαν στη Λάρισα, στην Καρδίτσα, ακόμη στην Αθήνα, για να μη βλέπουν τον τόπο τους κατεστραμμένο», θυμάται. Για τον ίδιο ωστόσο, η φυγή δεν είναι λύση. «Καινούργια ζωή ξανά από την αρχή; Πού αλλού να πάμε; Σε μια ημέρα έχεις τα πάντα, την άλλη τίποτα. Ό,τι είχαμε, το χάσαμε σε λίγες ώρες.»

Η εσωτερική μετανάστευση δεν είναι καινούργιο φαινόμενο στην Ελλάδα, καθώς ο πληθυσμός ανέκαθεν μετακινούνταν αναζητώντας ευκαιρίες εργασίας και εκπαίδευσης. Σύμφωνα με τον κ. Παπαδόπουλο, η μετακίνηση από την ύπαιθρο στις πόλεις ήταν η κυρίαρχη τάση μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Στη συνέχεια, αυξήθηκε η αντίστροφη μετακίνηση σε περιφερειακά αστικά κέντρα και προάστια μεγάλων πόλεων, σε αναζήτηση καλύτερων συνθηκών, όπως είχε συμβεί νωρίτερα στη Δυτική Ευρώπη. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, σημειώθηκε μια τάση επιστροφής στην ύπαιθρο, ειδικά για όσους είχαν κάποια ιδιοκτησία, όπως και κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Παράλληλα, υπάρχει και η αντίστροφη ροπή, με τους νέους της επαρχίας να συρρέουν στις πόλεις, συχνά από τα χωριά στα αστικά κέντρα των περιφερειών.

Είναι εφικτό να συγκρατηθεί ο πληθυσμός στην ύπαιθρο μέσω μιας συντονισμένης πολιτικής που θα περιλαμβάνει μέτρα διαχείρισης της κλιματικής αλλαγής; «Πρέπει να υπάρχει πολιτική συγκράτησης του πληθυσμού», απαντά ο κ. Παπαδόπουλος. «Δεν πρέπει να αφήνονται όλα στη βούληση των ανθρώπων. Με κίνητρα και ευκαιρίες, όχι εξαναγκασμό.» Όπως επισημαίνει, μέτρα όπως η χαμηλή φορολογία και τα μόρια για πρόσληψη στο δημόσιο δεν έχουν αποτρέψει τη φυγή των νέων, ενώ απουσιάζουν οι ψηφιακές υποδομές. «Αν το κράτος σχεδίαζε τη μετακίνηση, θα είχε πιο στοχευμένα μέτρα. Όσα έχουν παρθεί κατά καιρούς είναι εισοδηματικά, που σημαίνει ότι είναι οριζόντια, χωρίς να έχουν αποτέλεσμα για συγκεκριμένες περιοχές.»

Ο τρόπος άσκησης γεωργικής δραστηριότητας και η έλλειψη μακροπρόθεσμου αναπτυξιακού σχεδίου, ειδικά στην περίπτωση της Θεσσαλίας όπου η ερημοποίηση είναι προ των πυλών, επιδεινώνουν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, σύμφωνα με τον κ. Παπαδόπουλο. «Η Θεσσαλία χάνει πόντους, οι άνθρωποι φεύγουν από τον αγροτικό τομέα», επισημαίνει. «Το επιχειρηματικό μοντέλο εντατικής αγροτικής παραγωγής που εστιάζει στην παγκόσμια αγορά είναι προβληματικό όσον αφορά την κλιματική αλλαγή. Θα μπορούσε να στραφεί σε μικρότερης κλίμακας καλλιέργειες προσανατολισμένες στην ποιότητα, π.χ. λαχανικά που να πηγαίνουν στην τοπική αγορά.» Στην Πελοπόννησο, η παραγωγή λαδιού μειώνεται στο νοτιοανατολικό κομμάτι λόγω των υψηλότερων θερμοκρασιών, κάτι που ενδεχομένως θα οδηγήσει σε λιγότερες θέσεις εργασίας στη γεωργία.

Ο κ. Παπαδόπουλος εξηγεί ότι μια έμμεση συνέπεια της κλιματικής αλλαγής θα είναι η σταδιακή εξαφάνιση των μικροπαραγωγών. «Αυτοί που πλήττονται περισσότερο και θα φύγουν πιο εύκολα μετά από μια καταστροφή είναι οι μικροί αγρότες. Αν κάποιοι αξιοποιήσουν τη γη, θα είναι αυτοί που έχουν μεγάλη περιουσία. Ουσιαστικά θα επιταχύνει τη διαδικασία συγκέντρωσης της γης σε λιγότερα χέρια, το οποίο σημαίνει λιγότερο κόσμο στην ύπαιθρο.» Ο κ. Ράγιας αναφέρει ως χαρακτηριστικό παράδειγμα των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι μικρότεροι αγρότες και κτηνοτρόφοι τον πατέρα του, ο οποίος έχασε όλα του τα πρόβατα από πνιγμό τον Σεπτέμβριο του 2023, ενώ ο ίδιος σώθηκε κολυμπώντας την τελευταία στιγμή. «Πώς θα ξαναφτιαχτεί αυτός ο σταύλος;» αναρωτιέται. «Υπάρχουν κτηνοτρόφοι με 100-120 πρόβατα που έβγαζαν €10.000 το χρόνο. Αυτοί δεν έχουν τη δύναμη να ξαναπατήσουν στα πόδια τους.»

Η άμεση αποκατάσταση των ζημιών είναι κρίσιμη για τη συγκράτηση του πληθυσμού μετά από μια φυσική καταστροφή όπως η κακοκαιρία Daniel. «Κατέρρευσαν οι γεωργικές υποδομές, αλλά και η αντίληψη ότι υπάρχει οργανωμένο κράτος. Καθυστέρησαν πάρα πολύ οι αποζημιώσεις. Ακόμη και σήμερα δεν είμαστε σίγουρα αν έχει γίνει αποκατάσταση», λέει ο κ. Παπαδόπουλος, και προσθέτει: «Ένα μεγάλης κλίμακας γεγονός αποπέμπει αρκετό κόσμο από τη γεωργική παραγωγική δραστηριότητα και επηρεάζει τα σχέδια άλλων που ενδεχομένως να γύριζαν, ειδικά όταν πιστεύουν ότι το κράτος δεν είναι παρόν.» Παρότι είναι υπαρκτή, η κλιματική αλλαγή μπορεί να λειτουργήσει ως δικαιολογία για κρατική αβελτηρία. «Η κρίση στη Θεσσαλία είχε να κάνει και με το έλλειμμα πρόνοιας του κράτους. Μπορεί η κυβέρνηση να κατηγορεί την κλιματική κρίση, αλλά ουσιαστικά αυτό που βγήκε στην επιφάνεια ήταν η αδυναμία να φτιάξει σοβαρές υποδομές τα προηγούμενα χρόνια.» Ο κ. Ράγιας συμφωνεί με αυτήν την άποψη, λέγοντας ότι μετά τον κυκλώνα Ιανό το 2021, δεν έγιναν οι απαραίτητες εργασίες για την προστασία της περιοχής από έντονα καιρικά φαινόμενα, όπως διαπίστωσε ο ίδιος όταν βοηθούσε στον καθαρισμό των καναλιών. «Τα κατεβάζαμε μόλις 20 πόντους», θυμάται χαρακτηριστικά. «Πώς θα φύγει το νερό όταν ένα κανάλι πρέπει να κατεβεί δύο μέτρα, να καθαριστεί, να έχει ροή, και εμείς το κατεβάζαμε 20 πόντους;»

Οι άμεσες κρατικές αποζημιώσεις είναι εξίσου καθοριστικός παράγοντας για την παραμονή του πληθυσμού. Στην περίπτωση του Παλαμά, σύμφωνα με τον κ. Ράγια, υπήρξαν ατασθαλίες, με τις αποζημιώσεις να δίνονται μέσω πολιτικών διασυνδέσεων, ενώ μεγάλο μέρος της βοήθειας που στάλθηκε από απλούς πολίτες δεν έφτασε σε όσους είχαν ανάγκη, όπως η δική του πολυμελής οικογένεια. «Ενώ υπήρχε βοήθεια από τον απλό κόσμο, το κράτος μας θυμήθηκε μετά από σχεδόν τρεις μήνες. Υπήρχε πίεση λόγω των δημοτικών εκλογών. Σου έβαζαν τη θηλιά στο λαιμό κρατώντας σε όμηρο για την ψήφο. Με το που έπαιρνες τηλέφωνο, την επόμενη μέρα μπαίνανε στο λογαριασμό τα 6.600 ευρώ. Πατήσανε πάνω στο κακό.» Όπως λέει με πικρία, ένας λόγος της φυγής της οικογένειάς του είναι η απογοήτευση από την έλλειψη αλληλεγγύης και την κακή διαχείριση, με κάποιους συντοπίτες του να παίρνουν μεγαλύτερες αποζημιώσεις από αυτές που δικαιούνταν. «Κάποιος που είχε μια απλή πλίνθινη κατασκευή ως αποθήκη το δήλωνε για σπίτι για να πάρει αποζημίωση», λέει.

Όπως προβλέπουν οι επιστήμονες, ακραία καιρικά φαινόμενα όπως πλημμύρες, παρατεταμένοι καύσωνες και ξηρασία θα είναι όλο και πιο συχνά. «Πάντα είχαμε πλημμύρες, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό. Φαινόμενα όπως τον Ιανό και τον Daniel δεν τα είχαμε ξαναζήσει, και έχουν γίνει δύο φορές μέσα σε τρία χρόνια», λέει ο δήμαρχος Παλαμά κ. Δασκαλόπουλος. Ο ίδιος πιστεύει ότι η λύση για την αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων είναι η πρόληψη με τη δημιουργία υποδομών, όπως φράγματα στα ορεινά της Θεσσαλίας για συγκράτηση των υδάτων. «Αν δεν γίνουν φράγματα, ούτε με την άρδευση θα ξεμπερδέψουμε, ούτε με την ασφάλεια μας. Η περιοχή δεν θα επιβιώσει, ειδικά τώρα με την κλιματική αλλαγή. Άλλο ένα τέτοιο χτύπημα όπως με τον Daniel και θα ξεκληριστούμε όλοι, θα φύγουμε.» Ο κ. Ράγιας επιβεβαιώνει αυτή την αίσθηση: «Ο κόσμος είναι φοβισμένος. Σε κάθε βροχή, ρίχνει στα ορεινά και λέμε ότι θα πνιγούμε στα πεδινά», εξηγεί. «Θέλω να γυρίσω στο χωριό μου για τα παιδιά μου, όχι για μένα. Αλλά μόνο εφόσον γίνουν όσα πρέπει να γίνουν για να είμαστε ασφαλείς.»