Τι απαντά ο Άρειος Πάγος για το αίτημα άρσης ασυλίας του Δημήτρη Κουτσούμπα

Άρειος Πάγος: Απάντηση στο ΚΚΕ για τη δίωξη Κουτσούμπα

Πολιτική
Δημοσιεύθηκε  · 2 λεπτά ανάγνωση

Άμεση ήταν η αντίδραση του Αρείου Πάγου στις καταγγελίες του ΚΚΕ, το οποίο χαρακτήρισε ως απαράδεκτη απόπειρα πολιτικής δίωξης τη διαβίβαση στη Βουλή δικογραφίας για τον Δημήτρη Κουτσούμπα, με αίτημα άρσης ασυλίας για παραβίαση του νόμου περί οικονομικών των κομμάτων.

Η εκπρόσωπος Τύπου του Αρείου Πάγου, αντεισαγγελέας Καλλιόπη Βαρδάκη, σε ανακοίνωσή της αναφέρθηκε στην «καταγγελία πολιτικού κόμματος, που αφορά τη διαβίβαση δικογραφίας από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου στον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων και στην οποία αναφέρεται ότι «δημιουργούνται σοβαρά ερωτηματικά για το γεγονός ότι μία τέτοια προφανώς ψευδής και ανυπόστατη κατηγορία στάλθηκε από τις εισαγγελικές αρχές στη Βουλή» επισημαίνοντας:

Σύμφωνα με το άρθρο 62 του Συντάγματος, κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου, «ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώματος, για οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη, εκτός των αυτόφωρων κακουργημάτων». Το άρθρο 83 παρ. 1 του Κανονισμού της Βουλής προβλέπει ότι οι αιτήσεις της εισαγγελικής αρχής για άδεια άσκησης ποινικής δίωξης κατά βουλευτή, αφού ελεγχθούν από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, υποβάλλονται στη Βουλή μέσω του Υπουργού Δικαιοσύνης.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών υπέβαλε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου δικογραφία σε βάρος βουλευτή, Γ.Γ. της Κ.Ε. πολιτικού κόμματος, η οποία σχηματίστηκε μετά από μήνυση ιδιώτη. Η δικογραφία ελέγχθηκε από αρμόδιο εισαγγελικό λειτουργό. Δεδομένου ότι τα καταγγελλόμενα δεν ήταν προδήλως νομικά αβάσιμα, ώστε να μπορεί ο αρμόδιος εισαγγελέας πλημμελειοδικών να την αρχειοθετήσει χωρίς έρευνα, και για να μην εμφανιστεί η υποβολή της στη Βουλή ως αδικαιολόγητα διεκπεραιωτική και καταχρηστική, η δικογραφία υποβλήθηκε στον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων μέσω του Υπουργού Δικαιοσύνης, σύμφωνα με τα άρθρα 62 του Συντάγματος και 83 παρ. 1 του Κανονισμού της Βουλής.