Η Ελλάδα ουραγός της Ευρώπης στην Υγεία

Αδιέξοδο στην Υγεία: Οι φτωχοί αποκλείονται, η κυβέρνηση θριαμβολογεί

Πολιτική
Δημοσιεύθηκε  · 5 λεπτά ανάγνωση

Η αδυναμία πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας αυξάνεται, με τους οικονομικά ασθενέστερους να βρίσκονται αντιμέτωποι με τον αποκλεισμό, καθώς δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να ανταποκριθούν. Παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, η οποία διατείνεται ότι "το ΕΣΥ αλλάζει. Βήμα βήμα γίνεται ακόμη πιο ανθρώπινο και αποτελεσματικό", σύμφωνα με πρόσφατη δήλωση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, τα δεδομένα αποδεικνύουν το αντίθετο.

Οι αριθμοί αποκαλύπτουν μια σκληρή αλήθεια για την Ελλάδα. Μελέτες συγκλίνουν στο ότι το ποσοστό ανικανοποίητων αναγκών υγείας στον γενικό πληθυσμό ανέρχεται σε 13,4%, που σημαίνει ότι περισσότεροι από 1 στους 10 ανθρώπους δεν λαμβάνουν την απαραίτητη φροντίδα. Μεταξύ αυτών που έχουν ανάγκη υγείας, το ποσοστό αυτό διπλασιάζεται, αγγίζοντας το 25%, δηλαδή 1 στους 4. Η κατάσταση είναι ακόμη πιο δραματική για τους φτωχούς που χρειάζονται ιατρική περίθαλψη, όπου το ποσοστό ανικανοποίητων αναγκών φτάνει το 36%, δηλαδή περισσότεροι από 1 στους 3, ενώ στις οδοντιατρικές ανάγκες εκτοξεύεται στο 59,4%, που σημαίνει ότι πάνω από 1 στους 2 δεν λαμβάνει την απαραίτητη φροντίδα.

Η Eurostat, στην έκθεσή της για τις ανεκπλήρωτες ανάγκες Υγείας με στοιχεία του 2024, καταγράφει έναν μέσο όρο 13,4% ανικανοποίητων αναγκών περίθαλψης στους άνω των 16 ετών στην Ελλάδα, τοποθετώντας τη χώρα στην πιο δυσμενή θέση μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου ο μέσος όρος είναι 3,8%. Οι ασθενείς στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη Ευρώπη αναφέρουν ως βασικούς λόγους για τις ανεκπλήρωτες ανάγκες περίθαλψης το υπερβολικά υψηλό κόστος, τις μεγάλες αποστάσεις και τις εκτεταμένες λίστες αναμονής.

Οι ηλικιωμένοι πλήττονται περισσότερο στην Ελλάδα, όπου παρατηρείται μια ακραία απόκλιση μεταξύ των νεότερων και των μεγαλύτερων σε ηλικία. Στην Ε.Ε., το 1,9% των ατόμων ηλικίας 16 έως 44 ετών ανέφεραν μη καλυπτόμενες ανάγκες ιατρικής περίθαλψης το 2024 λόγω οικονομικών δυσκολιών, απομακρυσμένων τοποθεσιών ή λιστών αναμονής, σε σύγκριση με το 2,6% για τα άτομα ηλικίας 45 έως 64 ετών και το 3,3% για τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω. Στην Ελλάδα, το ποσοστό για τους ηλικιωμένους (65 ετών και άνω) ήταν 24,3 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο απ’ ό,τι για τη νεότερη ηλικιακή ομάδα (16 έως 44 ετών).

Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα το 4% των ατόμων ηλικίας 16 έως 44 ετών ανέφεραν μη καλυπτόμενες ανάγκες ιατρικής περίθαλψης το 2024 λόγω οικονομικών δυσκολιών, απομακρυσμένων τοποθεσιών ή λιστών αναμονής, σε σύγκριση με το 8% για τα άτομα ηλικίας 45 έως 64 ετών και το 28% για τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω.

Σύμφωνα με τη Eurostat, η Ελλάδα κατέχει την αρνητική πρωτιά στις ανικανοποίητες ανάγκες ιατρικής περίθαλψης λόγω υψηλού κόστους, μεγάλης απόστασης ή λιστών αναμονής στα φτωχά νοικοκυριά.

Ο μέσος όρος της Ε.Ε. στα άτομα άνω των 16 ετών που αναφέρουν ανεκπλήρωτες ανάγκες για ιατρική εξέταση ή θεραπεία για οικονομικούς λόγους, απόστασης και μεταφοράς ή αναμονής και δεν αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας είναι 3,2%, σε αντίθεση με το 6% που αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας.

Στην Ελλάδα, ένας στους τρεις, το 32,3% των ατόμων με ανάγκες ιατρικής περίθαλψης που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας, ανέφερε ανικανοποίητες ανάγκες. Αντίστοιχα, ένας στους πέντε (19,6%) των ατόμων που δεν αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ανέφερε ανεκπλήρωτες ανάγκες περίθαλψης.

Η διαφορά μεταξύ των φτωχών και των μη φτωχών είναι 12,7 ποσοστιαίες μονάδες, με την Ελλάδα να καταγράφει τις μεγαλύτερες ανισότητες στην Ευρώπη. Ταυτόχρονα, φτωχοί και μη φτωχοί στην Ελλάδα έχουν έξι φορές περισσότερες πιθανότητες να μην ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους σε περίθαλψη σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ε.Ε.

Σύμφωνα με τα αρχικά δεδομένα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), ένας στους 4 (24,4%) Έλληνες άνω των 16 ετών δεν υποβλήθηκε σε ιατρική εξέταση ή θεραπεία, παρότι την χρειαζόταν. Στη διάκριση μεταξύ φτωχών και μη φτωχών νοικοκυριών, η διαφορά είναι σημαντική: 21,8% των μη φτωχών (1 στους 5) δεν υποβλήθηκαν σε ιατρική εξέταση ή θεραπεία, ενώ το ποσοστό για τους φτωχούς ανέρχεται σε 36% (πάνω από 1 στους 3).

Στην ίδια έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ με τίτλο «Εισόδημα και Συνθήκες Διαβίωσης των Νοικοκυριών: Έτος 2024», τα στοιχεία για τις οδοντιατρικές εξετάσεις ή θεραπείες δείχνουν ότι σχεδόν 1 στους 3 (32%) δεν υποβλήθηκε σε οδοντιατρική εξέταση ή θεραπεία. Η διαφορά μεταξύ φτωχών και μη φτωχών νοικοκυριών είναι αισθητή, με το 27,3% των μη φτωχών να μην υποβάλλονται σε οδοντιατρική εξέταση ή θεραπεία (λίγο παραπάνω από 1 στους 4), ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους φτωχούς ανέρχεται σε 59,4% (πάνω από 1 στους 2).

Αυτά τα αποτελέσματα είναι συνέπεια της εμπορευματοποίησης και της ιδιωτικοποίησης του τομέα της υγείας.

Ο αποκλεισμός των λαϊκών στρωμάτων από τις υπηρεσίες υγείας οδηγεί σε υπέρογκες οικονομικές επιβαρύνσεις. Οι πολίτες επωμίζονται ένα σημαντικό μέρος του κόστους υγείας, είτε άμεσα πληρώνοντας για υπηρεσίες είτε έμμεσα μέσω εισφορών.

Το 2023, τα ελληνικά νοικοκυριά πλήρωσαν πάνω από 7,3 δισ. ευρώ για δαπάνες υγείας, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ. Οι Έλληνες πληρώνουν άμεσα το 38,6% των συνολικών δαπανών για την υγεία (6,4 δισ. ευρώ σε ιδιωτικές πληρωμές και 818,5 εκατομμύρια ευρώ σε ιδιωτική ασφάλιση), ενώ ο μέσος όρος των ιδιωτικών δαπανών για την υγεία στην Ε.Ε. είναι 14,3%.

Επιπλέον, οι Έλληνες πληρώνουν 6,1 δισ. ευρώ σε έμμεσες πληρωμές μέσω του Οργανισμού Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ), που αντιστοιχεί στο 32,2% των συνολικών δαπανών υγείας. Το ποσοστό των ιδιωτικών δαπανών υγείας για τη χώρα μας ξεπερνά το 70% (70,8%), με το κράτος να συμμετέχει μόλις με 29,2%.