Στον Αγνωστο, την 28η Οκτωβρίου 1941

28η Οκτωβρίου: Οι αφανείς ήρωες και η αντίσταση στην Κατοχή

Ελλάδα
Δημοσιεύθηκε  · 4 λεπτά ανάγνωση

Μεθαύριο τιμούμε την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, μια ημέρα που συχνά πνίγεται στα κούφια λόγια ηγετών, χωρίς ίχνος αληθινής συγκίνησης. Ογδόντα πέντε χρόνια μετά, ελάχιστοι είναι αυτοί που έχουν βιώσει τον πόλεμο, την Κατοχή και την Αντίσταση. Δυστυχώς, δεν τους ακούσαμε όσο έπρεπε, δεν τους καλέσαμε να μοιραστούν τις ιστορίες τους, για το πως αλήθευε το δόγμα «Οι Έλληνες ενωμένοι» στα βουνά της Ηπείρου, στην σκλαβωμένη Ελλάδα και στον Εμφύλιο.

Οι γραπτές μαρτυρίες από εκείνα τα χρόνια είναι πολύτιμες, αλλά οι αφηγήσεις των αφανών στρατιωτών, των οιονεί άγνωστων, μας φέρνουν πιο κοντά στην αλήθεια. Όπως και στην Επανάσταση του '21, τα απομνημονεύματα των πρωταγωνιστών συχνά βουλιάζουν στην αυτοδικαίωση. Γι' αυτό, τα «Ενθυμήματα» του Νικολάου Κασομούλη, απαλλαγμένα από τον αυτοπροστατευτικό τόνο, έχουν τεράστια σημασία.

Ο Κασομούλης δεν διστάζει να παραδεχτεί τα λάθη του, κάτι που σπάνια συναντάμε στα κείμενα άλλων ηγετών. Ο θαυμασμός για τον Μακρυγιάννη, ως λογοτέχνη και δάσκαλο της γλώσσας, έδωσε κύρος σε κάθε του λέξη, συχνά αμφισβητώντας αντικειμενικότητα.

Σήμερα, ας ανατρέξουμε στο «Ημερολόγιο Κατοχής [1941-1944]» της Μαρίκας Αντωνοπούλου, ανιψιάς του Ανδρέα Καμπά, ιδρυτή της ομώνυμης οινοποιίας. Η Αντωνοπούλου, πολύγλωσση και με λογοτεχνικά ενδιαφέροντα, κατέφυγε στη γραφή από την εισβολή των Γερμανών έως τις 19 Οκτωβρίου 1944. Ο ανιψιός της, Αλέξανδρος Μάτσας, ποιητής και διπλωμάτης, διέσωσε το χειρόγραφο και η κόρη του, Ρωξάνη, το κυκλοφόρησε το 2014, στις εκδόσεις Πατάκη.

Η Αντωνοπούλου γράφει: «Οι καραμπινιέροι τα ’χασαν και σκορπίσανε σαν τα πουλιά. Οι αστυφύλακες κόψανε το κορδόνι τους. Η συνοδεία τρέχοντας, έφτασε στην πλατεία, τη γέμισε κι όλα τα παιδιά μαζί σα να ’ταν ένα σώμα πέσαν στα γόνατα και ψάλανε τον ύμνο όσο δυο παλικάρια και δυο κοπέλες σκεπάζανε το μνήμα με άσπρα τριαντάφυλλα και δάφνες. Ενός λεπτού σιγή».

Η εγκαθίδρυση της 28ης Οκτωβρίου ως εορτής από τον λαό, ήδη το 1941, επιβεβαιώνεται από τη γραφή της Αντωνοπούλου: «Η πόλη ξημερώθηκε με τους τοίχους της γεμάτους από μεγάλα ΟΧΙ γραμμένα παντού με χέρι σταθερό και αποφασισμένο. Από το πρωί η πλατεία του Αγνωστου Στρατιώτη εζώστηκε με φύλαξη γερή, και επιτρέψανε για λίγην ώρα να πάει όποιος ήθελε να αφήσει δυο λουλούδια στο μαρμαρένιο μνήμα. Ομως σαν είδανε πως ήταν πολλοί αυτοί που θέλαν αυτό κι αρχίσανε τα λουλούδια, τα στεφάνια, οι δάφνες να σωριάζονται, βγάλαν καινούργια προσταγή: Κανείς να μην περάσει. Κορδόνι πηχτό οι αστυφύλακες κλείσανε την πλατεία και γύρω κι αντίκρυ στα πεζοδρόμια οι καραμπινιέροι σκορπούσαν τον κόσμο».

Οι φασίστες του Μουσολίνι και οι συνεργάτες τους απέτυχαν να καταστείλουν το πνεύμα αντίστασης. «Το μεσημέρι, οργανωμένη από πριν και αποφασισμένη, πηχτή συνοδεία από παλικάρια και κοπέλες –Πανεπιστήμιο, Γυμνάσια όλες οι Οργανώσεις– όρμησε καταπάνω κι έσπασε της φύλαξης τη ζώνη. Οι καραμπινιέροι τα ‘χασαν και σκορπίσανε σαν τα πουλιά. Οι αστυφύλακες κόψανε το κορδόνι τους. Η συνοδεία τρέχοντας, έφτασε στην πλατεία, τη γέμισε κι όλα τα παιδιά μαζί σα να ‘ταν ένα σώμα πέσαν στα γόνατα και ψάλανε τον ύμνο όσο δυο παλικάρια και δυο κοπέλες σκεπάζανε το μνήμα με άσπρα τριαντάφυλλα και δάφνες. Ενός λεπτού σιγή. Βγήκαν αντλίες, πολυβόλα, θωρακισμένα αυτοκίνητα και καραμπινιέροι με τα ναπολεόντεια τρικαρντά, για να διαλύσουνε τα νιάτα της Ελλάδας που προσκυνούσανε τη σημερινή μεγάλη μέρα του ΟΧΙ. Μα ώσπου να μαζευτούνε οι τρομερές δυνάμεις, τα Ελληνόπουλα σκορπίσανε με την ίδια γληγοράδα που είχαν μαζευτεί, και μόνο την καταφρόνια τους αντίκρισαν οι εχθροί».

Σύμφωνα με την ιστορικό Ελένη Κούκη, στις 28 Οκτωβρίου 1941, η δωσιλογική κυβέρνηση του Γεώργιου Τσολάκογλου οργάνωσε τελετουργικό στο μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη, καταθέτοντας στεφάνια τόσο για τους Ιταλούς όσο και για τους Έλληνες πεσόντες. Παράλληλα, απλοί πολίτες, με παρότρυνση του Κωνσταντίνου Τσάτσου και του ΕΑΜ, κατέθεσαν λουλούδια, υιοθετώντας το μνημείο ως σύμβολο αντίστασης.

Την επομένη, η πορεία των αναπήρων του αλβανικού μετώπου κατέληξε στον Αγνωστο Στρατιώτη, σύμβολο σύνδεσης της Βουλής με τον λαό. Όχι τείχος, ούτε σημείο για κούφιες επισημότητες, αλλά χώρος μνήμης και αντίστασης.